Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Εκκλησιολόγος 26/10/13



   



   


                                                               ΚΑΘ ΟΔΟΝ
      ΑΕΡΑ ΜΩΡΕ

    Κάθε που πάω στα Γιάννενα, δεν ξέρω πως μα έτσι σαν κάτι με σπρώχνει, να τραβήξω βόρια  να ανάψω ένα κερί, να κάνω ένα τρισάγιο στον τάφο της γιαγιάς της Λαμπρινής, της Λάμπρως. Αν βέβαια τον βρω καθώς θα είναι παραχωμένος –ποιος ξέρει-  ανάμεσα σε  πουρνάρια πάνω στο ύψωμα της φοβερής Γκραμπάλας  κοντά στο γιό της τον  Σωτήρη. Τον Ράκια  καθώς τον έλεγε..
  Ακόμα,δεν είμαι σίγουρος  αν αληθινά τη γνώρισα  ή ήταν φαντασία μου, από εκείνες που γεννά ο φόβος σα νυχτωθείς πάρωρα, σε ξένο άγριο, αφιλόξενο  τόπο γεμάτον από μνήμες μαχών. Με πτώματα να χάσκουν τα ξεδοντιασμένα τους στόματα και τ` άδεια τους μάτια  ή με τα χέρια τους κοκαλωμένα  σα σκουριασμένες ξιφολόγχες.
    Το 1954 πρέπει να `ταν. Αρχές Νοέμβρη. Είχα ξεμοναχιαστεί αργοπορημένος στο γκρίζο σούρουπο, καθώς με τον τοπογραφικό ουλαμό της Μεραρχίας  σημαδεύαμε μελλοντικούς στόχους σε πιθανό πόλεμο.
   Είχα αλαργέψει και γύριζα  να μαζέψω τα γωνιόμετρα, όταν τα πόδια μου καρφώθηκαν και ο τρόμος μου κροτάλισε τα δόντια. Άνθρωπος ήταν ή  η φαντασία μου;
   Πενήντα βήματα μακριά μου, ένα αλλόκοτο πλάσμα, μ` ένα κερί κι ένα θυμιατό προχωρούσε αριστερά μου λιβανίζοντας.
  Θυμάμαι που προσπάθησα να φωνάξω μα δεν έβγαινε φωνή απ` το στόμα μου.
 -Αλτ τις εί;
  Έπιασα το φυλαχτό της μάνας μου στον κόρφο μου. .Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά..
- Αλτ τις εί;
 Σουτ έκανα η γριά. Σιγά .Ακούν οι πεθαμένοι.
 Αναμαλλιασμένη  με το κεφαλομάντηλο ριγμένο στα κατάσπρα μαλλιά της  φόραγε ένα  παλιό ξεθωριασμένο μαυροφούστανο.
  -Σιγά. Σιγά. Ακούν οι πεθαμένοι , θα ξυπνήσουν.
Μού`δινε κουράγιο το φυλαχτό στη χούφτα μου ή  κάτι με μαγνήτιζε και μ` έσερνε κοντά τα..
-Τι θες εδώ πάνω, τη ρώτησα.
  Παραμέρισε ένα πουρνάρι κι ανάμεσα σε δυο κοτρόνες  μου`δειξε ένα ξύλινο σταυρό ξεχαρβαλωμένο όπως και δαύτη..
 Εδώ έπεσε –είπε. Τον έθαψα με τα χέρια μου. Άρπαξε μια πελώρια  πέτρα με μια υπερφυσική δύναμη  και την κύλησε στη  κατηφόρα .Ουστ Ιταλιάνοι. Ουστ. μωρέ. Αέρα. Ράκια  μ` ακούς; Ζήτω η Ελλάδα.. 
   Η σκηνή ήταν ανατριχιαστική. Μέσα στο γκρίζο σύθαμπο γονατιστοί  με τη γριά ψέλναμε  τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια. κρατώντας αναμμένα κεριά..
   Ουστ Ιταλιάνοι –ξαναφώναξε η γριά κι άρχισε να πετροβολάει . Αέρα μωρέ. Αέρα.!
   Την πήρα από το χέρι και την κατέβασα  σιγά – σιγά στη δημοσιά.
 Πως τον βρήκες- τη ρώτησα.
  -Ήμουνα μαζί του στην αντεπίθεση –μου διηγήθηκε. Κι άλλες μανάδες μαζί. Απάνω που ξαναπήραμε το ύψωμα τον θέρισε ένας φρατέλος κοκορόφτερος με το μυδράλιο.
 -Κι εσύ τι έκανε εκεί πάνω;
 -Κυνήγαγα τους Ιταλούς. Με τις κοτρόνες. Ευχή και κατάρα  έχω αφήσει να με
θάψουν εδώ πάνω.Δίπλα στον Ράκια μου.

 Όταν διηγήθηκα το βράδι τη σκηνή στον λοχαγό, έβαλε τα γέλια. Άντε ρε
αλαφροϊσκιωτε!!
 Το ίδιο και ο συνταγματάρχης στο σύνταγμα που έγινε κουβέντα. «Επρόκειτο –είπε- περί οπτασίας λόγω τον αναμνήσεων των ενδόξων ημερών και της 28 Οκτωβρίου ιδιαιτέρως..»
  Το περίεργο είναι πως ούτε στο χωριό ή εκεί γύρω οι χωριανοί ήξεραν καμιά τέτοια γυναίκα .
  -Φάντασμα θα είδες είπαν και γέλασαν. Όμως εγώ είμαι σίγουρος. Την είδα. Την άγγιξα τη γιαγιά τη Λάμπρω .Κι αν  πάω και ψάξω κάτω από τις κοτρόνες  θα βρω ανάμεσα στα πουρνάρια  τον ξύλινο σταυρό. Κι αν βάλω τις φωνές  Ούστ μωρέ Ιταλιάνοι, σίγουρα ο τόπος θα αντιφωνήσει τη φωνή της  Ουστ μωρέ Ουστ. Αέρα-Αέρα!!
                    Σταύρος Ιντζεγιαννης

Δεν υπάρχουν σχόλια: