Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟς 4/1/14 Καθ οδον ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος. Με ευχές αρχίζουμε. Υγεία, ειρήνη. Φώτιση σ` αυτούς που κυβερνάνε .Δουλειά στους άνεργους. Ψωμί για όλους και πάνω απ` όλα αγάπη. Αγάπη φίλοι μου να το μυστικό της ζωής, Τι θέλεις να ευχηθείς –ρώτησε μία δημοσιογράφος έναν πιτσιρίκο στην πλατεία Γεωργίου :Του χρόνου να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς σπίτι να μείνει ή χωρίς ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι του –απάντησε ο μπόμπιρας.. Μπράβο αγόρι μου , είναι η καλύτερη ευχή που άκουσα φέτος. Χρόνια –πολλά –Να τα πούμε ; Δυο πιτσιρικάδες είναι. Θα`νε δε θα`νε πέντε χρονώ. Γειτονόπουλα φαντάζομαι :Να τα πούμε; Πέστε τα λέω. Κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Έχουν ξεχάσει τα λόγια και …το βάζουν στα πόδια. Μόλις που προλαβαίνω και τα φέρνω πίσω και κάνω εγώ την αρχή: Κι αρχή του Γεναρίου του Μεγάλου Βασιλείου . Όμως αχ. Αχ τι μου θύμησες αγόρι μου. Πόσο πίσω με γυρίζεις Πόσο πίσω! Πρώτη Δημοτικού θα πρέπει να είμαστε. Είχαμε βγει να πούμε τα κάλαντα στη γειτονιά; Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται.. Απέναντι από το σπίτι μας ήτανε του σπίτι του εισαγγελέα του κ Βλάχου. Θαυμάσιος άνθρωπος αγαπητός σε όλους αλλά κομμάτι … βλοσυρός. Ενώ ήτανε τόσο καλός ,έδειχνε άγριος, απλησίαστος, όσο η κυρία Βασιλικούλα η γυναίκα του ήταν ο άγγελος της γειτονιάς. Γελαστή, ανοιχτόκαρδη και με τη καλή κουβέντα για όλους. Κοσμαγάπητη. -Να τα πούμε; Μας άνοιξε ο ίδιος και μόλις τον είδαμε το βάλαμε στα πόδια. Τον είχαμε πάρει από φόβο. Κι έτσι άδοξα ξεκίνησαν τα πρώτα κάλαντα. Δυο χρόνια μετά στην τετάρτη πια δημοτικού πήγαμε όλοι η μαρίδα, να πούμε τα κάλαντα στη δασκάλα μας τη Ναταλία. Ο Πίπης, ο Πάνος ,ο Γιώργος, ο Έφη, η Νανά κι ο Λάκης ο γιος δασκάλας μας Χρυσή καρδιά αυτή- μας περίμενε κιόλας- μας πέρασε στο σαλόνι είπαμε τα κάλαντα και μετά μας ρώτησε πονηρά. Τι θέλετε, να σας κεράσω από έναν κουραμπιέ ή να σας βάλω από ένα βαθμό να προβιβαστείτε γιατί τέτοια τούβλα που είστε όλοι σας, σας βλέπω στην ίδια τάξη και του χρόνου. Έσκυψαν όλοι τα κεφάλια και από ντροπή είπαν τον βαθμό -Εσύ Σταυρούλη-ρώτησε που την κοίταζα αμίλητος. -Τον…κουραμπιέ-είπα ! Γέλασε. Πως κι έτσι; Δεν έφτιασε η μάνα σου κουραμπιέδες φέτος; -Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά :Όχι ! Φυσικά φάγαμε όλοι κουραμπιέ και μελομακάρονα κι ότι άλλο μας φίλεψε Την άλλη μέρα όμως περνώντας από το σπίτι μας το πρωί η δασκάλα, μπήκε να καλημερίσει και ρώτησε τη μάνα μου: Ευγενία πως και δεν έφτιαξες κουραμπιέδες φέτος ; Απόρησε η μάνα μου :Ποιος το είπε πως δεν έφτιαξα. Κάτσε να σε κεράσω. Έβαλε τα γέλια η Ναταλία. Το και το ο γιος σου! Με έκανες ρεζίλη βρε, μου έβαλε τις φωνές μετά η συγχωρεμένη, Γιατί είπες ψέματα. Καλά έκανε, Δεν έχουμε ανάγκη από βαθμούς, επενέβη ο πατέρας μου, που πάντα με υποστήριζε και μου `κλεισε μάτι, γιατί είχαμε κάνει κόμμα, εγώ με τον πατέρα-οι άντρες!-και η αδερφή μου με τη μάνα μας –οι γυναίκες !- Χτες καθώς τα παιδιά χτύπησαν να πούνε τα κάλαντα και τα κεράσαμε κουραμπιέδες γύρισα πίσω. Ο Λάκης, ο Πάνος, ο Γιώργος, η Νανά, δε ζει κανείς τους πια. Στη γειτονιά των Αγγέλων από χρόνια θα λένε εκεί τα κάλαντα Θεέ μου πως έφυγαν έτσι κι αποξεχάστηκα εδώ κάτω, ο μόνος από την παρέα, Πώς να πω τα κάλαντα και πώς να τραγουδήσω αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά χωρίς τον Λάκη, τον Πάνο, τη Νανά τον Πίπη. Σίγουρα θα μου βάλουν τις φωνές όταν πάω εκεί στον κόσμο των αξημέρωτων ονείρων: Πάλι άργησες θα μου πουν. Θα`ρθείς καμιά φορά να πούμε τα κάλαντα ή όχι; Τι έκανες εκεί κάτω στη γη -Έτρωγα κουραμπιέδες –θα πω! Χρόνια καλά –πολλά κι ευλογημένα, φίλοι αναγνώστες μου Σταύρος Ιντζεγιαννης





                                                  Καθ οδον
      ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

     Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά 
κι αρχή καλός μας χρόνος. Με ευχές αρχίζουμε. Υγεία, ειρήνη. Φώτιση σ` αυτούς που κυβερνάνε .Δουλειά στους άνεργους. Ψωμί για  όλους και πάνω απ` όλα  αγάπη. Αγάπη φίλοι μου να το μυστικό της ζωής,
    Τι θέλεις να ευχηθείς –ρώτησε μία δημοσιογράφος έναν πιτσιρίκο στην πλατεία Γεωργίου :Του χρόνου να μην υπάρχει άνθρωπος  χωρίς σπίτι να μείνει ή χωρίς ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι του –απάντησε ο μπόμπιρας.. Μπράβο αγόρι μου , είναι η καλύτερη ευχή που άκουσα φέτος.
    Χρόνια –πολλά –Να τα πούμε ;
Δυο πιτσιρικάδες είναι. Θα`νε δε θα`νε πέντε χρονώ. Γειτονόπουλα φαντάζομαι :Να τα πούμε;
   Πέστε τα λέω. Κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Έχουν ξεχάσει τα λόγια και …το βάζουν στα πόδια. Μόλις που προλαβαίνω και τα φέρνω πίσω και  κάνω εγώ την αρχή: Κι αρχή του Γεναρίου του Μεγάλου Βασιλείου .
   Όμως αχ. Αχ τι μου θύμησες αγόρι μου. Πόσο πίσω με γυρίζεις Πόσο πίσω!
  Πρώτη Δημοτικού θα πρέπει να είμαστε. Είχαμε βγει να πούμε τα κάλαντα στη γειτονιά; Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται..
   Απέναντι από το σπίτι μας ήτανε του σπίτι του εισαγγελέα του κ Βλάχου. Θαυμάσιος άνθρωπος  αγαπητός σε όλους αλλά κομμάτι … βλοσυρός. Ενώ ήτανε τόσο καλός ,έδειχνε άγριος, απλησίαστος, όσο η κυρία Βασιλικούλα η γυναίκα του ήταν ο άγγελος της γειτονιάς. Γελαστή, ανοιχτόκαρδη και με τη καλή κουβέντα για όλους. Κοσμαγάπητη.
  -Να τα πούμε;
  Μας άνοιξε ο ίδιος και μόλις τον είδαμε το βάλαμε στα πόδια. Τον είχαμε πάρει από φόβο. Κι έτσι άδοξα ξεκίνησαν τα πρώτα κάλαντα.
  Δυο χρόνια μετά  στην τετάρτη πια δημοτικού πήγαμε όλοι η μαρίδα, να πούμε τα κάλαντα στη δασκάλα μας τη Ναταλία. Ο Πίπης, ο Πάνος ,ο Γιώργος, ο Έφη, η Νανά κι ο Λάκης ο γιος δασκάλας μας Χρυσή καρδιά αυτή- μας περίμενε κιόλας- μας πέρασε στο σαλόνι είπαμε τα κάλαντα και μετά μας ρώτησε πονηρά.
  Τι θέλετε, να σας κεράσω από έναν κουραμπιέ ή να σας βάλω από ένα βαθμό να προβιβαστείτε γιατί τέτοια τούβλα που είστε όλοι σας, σας  βλέπω στην ίδια τάξη και του χρόνου.
  Έσκυψαν όλοι τα κεφάλια και από ντροπή είπαν τον βαθμό -Εσύ Σταυρούλη-ρώτησε που την κοίταζα αμίλητος.
 -Τον…κουραμπιέ-είπα !
   Γέλασε. Πως κι έτσι; Δεν έφτιασε η μάνα σου κουραμπιέδες φέτος;
 -Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά :Όχι !
   Φυσικά φάγαμε όλοι κουραμπιέ και μελομακάρονα κι ότι άλλο μας φίλεψε Την άλλη μέρα όμως περνώντας από το σπίτι μας το πρωί η δασκάλα, μπήκε να καλημερίσει και ρώτησε τη μάνα μου: Ευγενία πως και δεν έφτιαξες κουραμπιέδες φέτος ;
  Απόρησε η μάνα μου :Ποιος το είπε πως δεν έφτιαξα. Κάτσε να σε κεράσω. Έβαλε τα γέλια η Ναταλία. Το και το ο γιος σου!
  Με έκανες ρεζίλη βρε, μου έβαλε τις φωνές μετά η συγχωρεμένη, Γιατί είπες ψέματα.
   Καλά έκανε, Δεν έχουμε ανάγκη από βαθμούς, επενέβη ο πατέρας μου, που πάντα με υποστήριζε και μου `κλεισε μάτι, γιατί είχαμε κάνει κόμμα, εγώ με τον πατέρα-οι άντρες!-και η αδερφή μου με τη μάνα μας –οι γυναίκες !-
   Χτες καθώς τα παιδιά χτύπησαν να πούνε τα κάλαντα και τα κεράσαμε κουραμπιέδες γύρισα πίσω. Ο Λάκης, ο Πάνος, ο Γιώργος, η Νανά, δε ζει κανείς τους πια. Στη γειτονιά των Αγγέλων από χρόνια  θα λένε εκεί τα κάλαντα
   Θεέ μου πως έφυγαν έτσι κι αποξεχάστηκα εδώ κάτω, ο μόνος από την παρέα, Πώς να πω τα κάλαντα και  πώς να τραγουδήσω αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά  χωρίς τον Λάκη, τον Πάνο, τη Νανά τον Πίπη. Σίγουρα θα μου βάλουν τις φωνές όταν πάω εκεί στον κόσμο των αξημέρωτων ονείρων: Πάλι άργησες θα  μου πουν. Θα`ρθείς καμιά φορά να πούμε τα κάλαντα ή όχι; Τι έκανες εκεί κάτω στη γη
 -Έτρωγα κουραμπιέδες –θα πω!
  Χρόνια καλά –πολλά κι ευλογημένα, φίλοι αναγνώστες μου
                            Σταύρος Ιντζεγιαννης

Δεν υπάρχουν σχόλια: