Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟς 12 /8 /16


   

                                              ΚΑΘ ΟΔΟΝ

     ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

 

     Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων την εικόνα Σου την Σεπτήν…

   Σ`αυτό το προσκύνημα με γυρίζει πίσω  κάθε  τέτοια μέρα η σκέψη 70 μπορεί πιο πολλά χρόνια σε μια αναδρομή του χρόνου. Προσκύνημα, προσευχή, γονυκλισία  ψυχής μα και κραυγή εκ βαθέων « διάσωσον από κινδύνων τους δούλους Σου Θεοτόκε»-μαζί και καρδίας αγλάισμα και ευχαριστήρια ψαλμωδία στην Παναγιά τη Γηροκομήτισσα !

   Θα πάμε να προσκυνήσουμε τη Μητέρα μας, την Παναγία τη Γηροκομήτισσα  – έλεγε η θεία Κριστινέ που μας φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι στην Πάτρα. Να την παρακαλέσουμε να μας έχει προφυλαγμένους στην αγκαλιά της !

  Πως θα χωρέσουμε  όλοι εκεί – απορούσε η παιδική μου λογική. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να το καταλάβω.

   Στρατιωτική θητεία  κάπου στα Αλβανικά σύνορα, στη λίμνη Ζαραβίνα,  σε ένα μισοερειπωμένο εκκλησάκι, κοιτούσα μια μισοσβησμένη από τη φθορά του χρόνου τοιχογραφία, που έδειχνε την « Πλατυτέρα των Ουρανών» κι εκεί, καθώς ώρα πολλή το βλέμμα καρφωμένο προσπαθούσε να αναπλάσει την εικόνα από τις φθορές του χρόνου, μου φάνηκε πως εκείνα τα χέρια ,εκείνη η ολάνοιχτη αγκαλιά, άνοιγε σιγά- σιγά, μεγάλωνε,   έβγαινε θαρρείς από την εκκλησιά κι άνοιγε-άνοιγε  πέρα από τα σύνορα, πέρα από τις θάλασσες κι αγκάλιαζε όλο τον κόσμο. Όλη την οικουμένη. Εκεί κατάλαβα –ένοιωσα τον ποιητή –Την υψηλοτέραν των ουρανών και καθαροτέραν λαμπηδόνων ηλιακών!

   Θα πάμε να προσκυνήσουμε έλεγε η θεία. Παραμονή της πανήγυρης. Ο θείος μας έβαζε σε ένα αμάξι ( όχι αυτοκίνητο βέβαια , μόνιππο (αμάξι με ένα άλογο) από εκείνα που αφθονούσαν τότε πριν τον πόλεμο και χαρά εμείς τα μικρά που θα πηγαίναμε με το αλογάκι να τρέχει και το κουδούνι του αμαξά να χτυπά κάθε τόσο και το μαστίγιο να κάνει στράκες  στον αέρα. Έτσι μαζί με το θείο πηγαίναμε μέχρι τη διασταύρωση όπου αρχίζουν οι στροφές για το μοναστήρι .Εκεί περιμέναμε τη θείες μου , με τη μάνα, που ερχότανε με τα πόδια - δυο ώρες μπορεί δρόμο-από τον Άγιο Διονύσιο όπου μέναμε- τάμα αλλά και ανάγκη μια και δεν υπήρχαν οι συγκοινωνίες που υπάρχουν σήμερα. Από εκεί ανεβαίναμε όλοι μαζί από το στενό –σχεδόν ανύπαρκτο μονοπάτι γεμάτο αγκάθια και πέτρες-σήμερα ασφαλτοστρωμένος δρόμος –που οδηγεί στην πίσω πλευρά του μοναστηριού .

   Δεν καλοθυμάμαι πως ήταν τότε το μοναστήρι. Ένα απλό κτίσμα φαντάζομαι, όμως με εκείνη την μοναδική ιερότητα που συναντάς στα απλά και απέριττα. Σήμερα η φροντίδα του καθηγουμένου, του κοσμαγάπητου, του σεμνού, του ταπεινού, του πράου, Πανοσιολογιοτάτου πατρός Συμεών Χατζή και της συνοδείας του, το έχει αναγάγει σε ένα υπέρλαμπρο σύνολο, δεμένο αρμονικά με τον γύρω χώρο μοναστήρι, που συγκεντρώνει  προσκυνητές από όλη την Ελλάδα σε μια ερμηνεία του  ψαλμού  «Δέσποινα και Μήτηρ του Λυτρωτού δέξαι παρακλήσεις αναξίων  Σου ικετών ίνα μεσιτεύσεις προς τον εκ Σου τεχθέντα…»

  Από όσο θυμάμαι οι θείες μου πηγαίνανε στον εσπερινό και μετά στην αγρυπνία ενώ εμείς τα μικρά  με το θείο να μας προσέχει, στρώναμε κουβέρτες και ξαπλώναμε μέσα στο παρακείμενο δασάκι, όπου το κέντρο Μαραβέλα σήμερα.

Το πρωί πηγαίναμε στη λειτουργία όπου σε μια μοναδική για την εποχή και για τα παιδικά μας μάτια λαμπροστόλιστη εκκλησία, ψέλναμε ακολουθώντας τον ψάλτη τα απαράμιλλα ποιητικά τροπάρια προς τη Θεοτόκο. «Ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε τας δυναστείας  Σου λαλείν οι ανάξιοι…» κι αλλού «Προστασία των χριστιανών ακαταίσχυντε ,μεσιτεία προς τον ποιητήν αμετάθετε. Μη παρίδεις αμαρτωλών δεήσεων φωνάς …» Όταν ο ιερεύς διάβαζε το ευαγγέλιο μαζευόμαστε ένα σωρό πιτσιρίκια από κάτω να  ευλογηθούμε.

   Όμως η ώρα που περιμέναμε ήταν άλλη. Ίσως γιατί ο ήχος  είχε κάτι το ιλαρό, το εύηχο  κάτι που εύφραινε τις καρδιές μας , ξέχωρα που τα ξέραμε απ΄έξω -οχτάχρονα τότε-καθώς  η θεία η Χρυσώ τα έψελνε από το πρωί ως το βράδι όλο τον Δεκαπενταύγουστο.

 Κι ακόμη που ιδιαίτερα αγαπούσα –και αγαπώ- ήταν όταν ο χορός έψελνε «Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον  την αεϊμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών…» Εκεί ήταν που άγνωστο γιατί αγκαλιαζόμαστε με την αδελφούλα μου και ξεσπάγαμε  σε κλάμα. Ένα κλάμα συμμετοχής θαρρείς στη θεία τέρψη των εγκωμίων για τη μητέρα μας, την Παναγία την Γηροκιμήτισσα. Ένα κλάμα που εξακολουθεί να με συνεπαίρνει  κάθε φορά που ανεβαίνω στη να προσκυνήσω τη χάρη Της, την Παναγιά τη Γηροκομήτισσα.

                          Σταύρος Ιντζεγιάννης

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: