Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΚΑΘ ΟΔΟΝ

ΖΗΤΕΊΤΑΙ ΑΓΑΠΗ

Χωρίζουν -είπε ο φίλος.
Για την κόρη του ο λόγος. Τέσσερα χρόνια σχέση. Παντρεύτηκαν και στον χρόνο επάνω, χωρίζουν. Εσύ στη μάνα σου κι εγώ στη δική μου. Δε σε ξέρω , δε με ξέρεις .
-Γιατί – ρωτάω.
- Διότι !Είναι η απάντηση.
Παλαιά, το διαζύγιο ήταν πιο δύσκολο, αλλά είχε μιαν αιτιολογία. Για όλα έφταιγε η …γυναίκα!!!
Άτεκνο το ζευγάρι υπαίτιος η γυναίκα .
Δεν άρεσε το φαγητό στον γιο –μαθημένον με τις γεύσεις της μητέρας του, να η καταδίκη: Δε ξέρει ούτε να μαγειρεύει
Να υψώσει τη φωνή της η νύφη ;. Αντιμιλάς στον άντρα σου; Δρόμο. Χωρίζουμε.
Αλλιώτικα τα πράγματα σήμερα. Αντιστράφηκαν οι όροι. Αντί του μέσου όρου- της αμοιβαίας υποχώρησης -ο παρονομαστής έγινε αριθμητής.
Δε σου αρέσει κύριε ; Στη μάνα σου. Έχω τον μισθό μου, το σπίτι μου, τις παρέες μου. Δε μου λείπει ο άνδρας.
Σηκώθηκαν τα πόδια και βαράνε το κεφάλι – λέει ο παππούς που είναι αδύνατον να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι εκτός από το «Η γυνή να φοβείται τον άνδρα» υπάρχει και το «Οι άνδρες αγαπάτε τας εαυτών γυναίκας»
Που βρίσκεται ο συμβιβασμός, η λογική ,η αίσθηση της συντροφικότητας, η κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων; Ο κοινός νους. Το σπουδαιότερο από όλα: Που βρίσκεται η αγάπη;
Η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας. Δεν είναι μόνο η αίσθηση της ανεξαρτησίας της που την έστειλε έξω από το σπίτι. Είναι κυρίως και πάνω από όλα, η ανάγκη να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης οικογένειας.
Δεν πλένουν πια στη σκάφη. Δεν μπαλώνουν τα ρούχα. Δεν σολιάζουν τα παπούτσια. Είναι και το αυτοκίνητο, μερικές φορές από ανάγκη, δύο.
Χώρια που ούτε αυτή, ούτε αυτός μπορούν να πάνε στη δουλειά τους με μπαλωμένα ρούχα. Ευπρεπώς ενδεδυμένη τη θέλει -στο μαγαζί που δουλεύει -την ανεψιά μου ο προϊστάμενος. Κι έχει δίκιο. Ο πελάτης που θα μπει στο μαγαζί πρέπει να τη δει χτενισμένη, καθαρή, περιποιημένη , κομψή.
Και τα παιδιά; Θέλουν ρούχα. Τα βιβλία του μεγάλου που παίρναμε οι μικρότεροι δεν ισχύουν πια. Ακόμη και το κολατσιό –μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρι για το διάλειμμα , που παίρναμε εμείς –καταργήθηκε. Θέλουν χαρτζιλίκι για να πάρουν όπως όλα τα παιδιά από το περίπτερο ή την καντίνα. Μη το κακολογήσετε. Έτσι κάνουν όλοι.
Και το φροντιστήριο ;Που το βάζετε;
Όταν ο σοσιαλισμός κατάργησε την ποδιά, χειροκροτήσαμε τη ανάδειξη της προσωπικότητας της μαθήτριας. Σήμερα όλες πάνε με μοντελάκια. Ακόμα και τα σκισμένα τζιν πρέπει να είναι από φίρμα. Αντί να καταργήσουμε τις ταξικές διαφορές τις αυξήσαμε. Πως να βγει πέρα το ζευγάρι με τη δουλειά του ενός;
Στην αγορά εργασίας η γυναίκα. Στο λάκο των λεόντων, Με τον προϊστάμενο που θέλει να την εκμεταλλευτεί. Με τη συνάδελφο που έρχεται από το κομμωτήριο. Με τον συνάδελφο που την πολιορκεί με τα κοπλιμάν και τα δώρα.
Το ίδιο κι αυτός .Χτενισμένη ,κομψή, αεράτη ετούτη. Η δική μου…γέρασε. Η δική μου συνεχώς γκρινιάζει για τα λεφτά, ετούτη εδώ όλο μου χαμογελάει.
Ένα σωρό απίθανοι οι πειρασμοί που αντιμετωπίζει το σύγχρονο ζευγάρι. Συγκρίσεις σε καθημερινή βάση. Και η φτώχεια όπως και ο πολύς πλούτος είναι κακός σύμβουλος
Χρειάζεται πολλή αντοχή. Χρειάζεται πολλή αξιοπρέπεια.. Χρειάζεται πολλή αγάπη το ζευγάρι. Ναι χρειάζεται πολλή χριστιανική αγάπη για να αντέξει! Υπάρχει ;
Ζητείται αγάπη –είναι ο τίτλος !
Σταύρος Ιντζεγιάννης

σχολιαζοντας ποίηση

Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΗΧΩΝ
Ποίηση-Γαλάτειας Βέρρα.

Την πρώτη της εκδοτική παρουσία σηματοδοτεί η ποιητική συλλογή της Γαλάτειας Βέρρα –Εκδόσεις « ο κήπος με τις λέξεις» Αθήνα 2011.Σελίδες 58.46 Ποιήματα
Μια συλλογή που καθόλου δεν μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς πρωτολειακή καθώς υπάρχει μια τεχνικά και αισθητικά ή εννοιολογικά, ωριμότητα, μάλλον σπάνια για πρωτοεμφανιζόμενη έκδοση.
Φανερή από τα πρώτα κιόλας ποιήματα η μουσική της παιδεία και η ενασχόλησή της με τους φθόγγους που τη δένουν άρρηκτα με την αισθητική των ήχων. Την εισάγει στην ουσία της ποίησης, όπου κυρίαρχη η παρουσία της λέξης, πέρα ακόμα και από την εννοιολογική της αναφορά είτε με τη εικονοπλαστική της δύναμη ( σελ 26- Οσμή καιρών) είτε με την αισθητική του ήχου. Αυτό που σωστά χαρακτηρίζει στο τίτλο της συλλογής «Ευγένεια των ήχων»
« Τη ζηλευτή η ευγένεια των ήχων. Κατακτούν χωρίς να κατακτώνται. Παραπλανούν με ευχέρεια θαυμαστή. Ζουν για λίγο, μένουν για πάντα. Θυμίζουν αρώματα διακριτικά που αφήνουν μνήμες ανεξίτηλες. Προνόμιο αγγέλων. Δώρο ενός Θεού που αγαπά ν` ακούει. Κι εγώ που κλήθηκα να τους υπηρετώ, κοιτάζω εκστατική τη λεπτή τους φύση, μη τολμώντας να τους μεταφράσω .Άλλωστε αυτό θα αποτελούσε ύβρη…» σελ 31
Συχνή η αναφορά της στο παρελθόν όπου φανερή η ευαισθησία της για τις ρίζες. Ένας ψυχικός δεσμός όπου το χτες επιδρά στο παρόν με την άυλη παρουσία και την προσκόλληση σε όλα εκείνα που συνιστούν και συντηρούν μια νοσταλγία .
Εξ άλλου αυτή την αναγωγή –τη σύγκριση με το χτες –τη συναντάμε και σε μια μορφή κοινωνικής κριτικής όπου « Πύκνωσαν οι εχθροί. Πλησίασαν οι βάρβαροι. Κούρσεψαν ψυχές .Ταπείνωσαν το φρόνημα. Δούλοι γένηκαν οι αφέντες και οι άρχοντες πένητες …»24-21
Δε θα μπορούσε φυσικά να απουσιάσει (κύριο χαρακτηριστικό της γυναικείας ποίησης –πιο ρομαντικής από την ανδρική) το ερωτικό στοιχείο όπου ο πόνος από μια απογοήτευση, από μια απουσία από μια προδοσία αποτελεί συχνά γενεσιουργικό αίτιο για την ποίηση. Ίσως να δικαιώνει τον ρόλο του πόνου και της πίκρας .αυτό που ο Όσκαρ Γουάιλντ χαρακτηρίζει «σκοτεινό και μυστηριώδες .Έχει τα χαρακτηριστικά της αιωνιότητας» .
Σε μια γενική θεώρηση της πρώτης αυτής εκδοτικής παρουσίας της Γαλάτειας Βέρρα είναι δυο συνιστώσες Η μία αποτελεί μια καθιερωμένη ποιητική φόρμα και μία που ακολουθεί τον πεζό αλλά ιδιαίτερα λυρικό –συχνά στα κράσπεδα του υπερρεαλισμού, ποιητικό λόγο
Στα ποιήματά που ακολουθεί την καθιερωμένη στη ποίηση φόρμα, υπάρχει ένας διαφορετικός ήρεμος – κατανοητός τόνος, εύληπτος σε μια πρώτη ανάγνωση για τον όποιον αναγνώστη που μπορεί να μην ανήκει στους ιδιαίτερα ποιητικά διαβασμένους και παρακολουθούντες τα ποιητικά δρώμενα του καιρού μας.
Αντίθετα στα πεζά υπάρχει ένας υφέρπων υπερρεαλισμός ( σελ 26 και αλλού )αυτός που κάνει το ποιητικό κείμενο (και σωστά μια και κατά τη γνώμη μου ποίηση δεν είναι το καταλαβαίνω αλλά το αισθάνομαι) να χρειάζεται μια πολλαπλή ανάγνωση για να απολαύσεις τη σκέψη, την ευαισθησία, τον ψυχισμό αλλά και την αισθητική, την ηχητική , την εικονοπλαστική δύναμη της λέξης.
Σίγουρα περιμένει κανείς τη δεύτερη παρουσία της για να υπογραμμίσει την ποιητική στόφα της Γαλάτειας Βέρρα.
Σταύρος Ιντζεγιάννης