Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ 27-10-12

Αφιερωμα στην 28η οκτωβριου 1940


(Από τη συλλογή διηγημάτων ‘’Γράμματα στη Μαίρη’’)



ΕΙΣ ΜΝΗΜΌΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ



Η Γιαννιώ η Σούκα έβρασε το ασπρόσταρο για τα κόλλυβα , τα ανακάτεψε με τα κανελλογαρύφαλα και την τριμμένη φρυγανιά και τα άπλωσε πάνω στο μεγάλο πιάτο το «καλό» της που το φύλαγε για παρόμοιες περιπτώσεις ύστερα τα σκέπασε με ζάχαρι άχνη και αφού σχημάτισε ένα σταυρό έγραψε από κάτω με σταφίδα .ΜΙΧΑΛΗΣ-ΚΩΣΤΑΣ-ΜΗΤΣΟΣ . Τα σκέπασε με μια άσπρη πετσέτα να τα έχει έτοιμα το πρωί που θ` ανέβαινε με τον παπά στο ύψωμα 1η Νοέμβρη για το καθιερωμένο τρισάγιο που έκανε κάθε 1η Νοέμβρη πάνω στη Γκραμπάλα .

Κάπου εκεί ήταν που χτύπησε την πόρτα ο γέροντας « άνοιξε. Γιαννιώ εγώ είμαι»

Ξαφνιάστηκε η γρια-Σούκαινα .Έσκυψε η γριά να του φιλήσειτο χέρι, «Την ευλογία σου δέσποτα. Πως από δω»

Κάθησε ο παπάς , έφαγε το γλυκό καρυδάκι που τον φίλεψε με κρύο νερό και χάιδεψε αμήχανα τα γένια του : Ξέρεις Γιανιώ το πρωί στο ύψωμα θα `χουμε παρέα. Έχουμε ξένους που ήρθαν για τον ίδιο λόγο κι αυτοί.

Σαν τι ξένους -δεν της καλοφάνηκε της γριάς- που πάντα μόνη με τον παπά ανέβαινε την ανηφόρα,. Τό` χε τάμα ,ν` ανεβαίνει στην κορφή της Γκραμπάλας, να κάνει τρισάγιο στα δυο μονάκριβά της αγόρια που σκοτώθηκαν μαζί την ίδια στιγμή την 1η Νοέμβρη του `40 σε μια αντεπίθεση του στρατού μας καθώς τρεις φορές το είχαν πάρει οι Ιταλοί και τρεις φορές το ξαναπήραμε. Ο Μιχάλης ο μεγαλύτερος κι ο Κώστας ο μικρότερος που `τρεξε να βοηθήσει τον μεγαλύτερο που είχε τραυματιστεί θανάσιμα.

-Βάστα μωρέ έφτασα. Αέρα- αέρα!

Γάζωνε το ιταλικό μυδράλιο και τον θέρισε κι αυτόν την ώρα που`σκυβε πάνω στον αδελφό του.

Τους βρήκαν μετά πεσμένους τον έναν πάνω στον άλλον

Λωλάθηκε ο πατέρας τους ο μπαρμπα –Μήτσος σάλεψαν ολότελα τα μυαλά του κι όταν μπήκαν οι Ιταλοί στο χωριό με την οπισθοχώρηση του στρατού μας ύστερα από έξη μήνες, νικηφόρου πολέμου που φτάσανε τον στρατό μας μέχρι το Τεπελένι κι όταν τους συγκέντρωσαν οι Ιταλοί στο προαύλιο της εκκλησίας όρμησε πάνω στον Ιταλό λοχαγό και πριν προλάβει κάποιος να τον σταματήσει τον έσφαξε σαν κοτόπουλο μ` ένα καλοστροχισμένο δίστομο μαχαίρι. Φραπ, μία κι εξω

Όρμισαν βέβαια επάνω του οι καραμπινιέροι και τον κατακρεούργησαν εκεί δα. Άλλος με τη λόγχη, άλλος με τον υποκόπανο. άλλοι με κλωτσιές.

-Πάει κι αυτός έσκουξε η Σούκαινα που τις σάλεψαν κι αυτής τα μυαλά. Εις μνήμην αιώνιον. Οι δυό μας τώρα χάροντα. Όποιος φάει τον άλλον.

Της παραστάθηκε όλο το χωρίο, κάποιοι συγγενείς και ο παπάς με τη θρησκεία ώσπου με τον καιρό σιγά – σιγά αν δεν πέρασε ο πόνος ωστόσο καταλάγιασε κι έγινε ένα ατέλειωτο μοιρολόγι με κόλλυβα και τρισάγια που την παρηγορούσαν μέχρι να πάει κι αυτή να τους συναντήσει καθώς ήλπιζε στον ουρανό.

Από τότε κάθε πρώτη του Νοέμβρη ανέβαινε με τον παπά Γιώργη τη φοβερή Γκραμπάλα κι έκανε τρισάγιο τους τρεις αρσενικούς της ζωής της,

Εις αιώνιον μνήμην του Μιχαήλ του Δημητρίου του Κωνσταντίνου διάβαζε ο παπάς.

Θα λες του Μιχάλη, του Μήτσου, του Κώστα του είπε η Σούκαινα.Έτσι τους λέγανε κι έτσι τους γράφουν τα κόλλυβα.

Και να ξαφνικά που φάνηκαν και οι Ιταλοί να θέλουν κι αυτοί να κλάψουν, ν ακουμπίσουν στο χώμα που έπεσε και το δικό τους παιδί.

Το μονάκριβο τους.

Αγρίεψε η γριά, Μη τολμήσεις και τους φέρεις απάνω γέροντα, θα τους σφάξω σαν τα ζωντανά μου. Μα την αλήθεια σου λέω. Μάρτυς μου ο Θεός

- Καλά – καλά θα `ρθω μόνος μου, πάσχισε να την καθησυχάσει

Ώρα 9 το πρωί, πάνω στην κορφή, την ώρα που η Γιαννιώ είχε στήσει σε ένα αγκωνάρι τα κόλυβα η μικρή συνοδεία στάθηκε σε κάποια απόσταση. Ο παπάς, ο πρόεδρος του χωριού, ένας Έλληνας ιταλομαθής και μαζί τους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ιταλών. Ο στρατηγός και η κόμισα Αλμπέρτο ντε Φέρμι.

Φρύαξε η γριά. Πίσω θεοκερατάδες μου σκοτώσατε τα παιδιά. Πίσω μωρέ. Αέρα.

Άρπαξε δυο κοφτερά λιθάρια κι ετοιμάστηκε να χυμήξει.

-Μη για τ`όνομα του θεού -έκανε το σταυρό του ο παπάς,

Η μαυροφορεμένη ψιλόλιγνη κυρία δίστασε για λίγο και μετά βγήκε μπροστά. Προχώρησε αργά- αργά μέχρι τη Γιαννιώ που οπισθοχωρούσε πάντα με τα λιθάρια στα χέρια.

Στάθηκε μπρος της κι ολομεμιάς πήρε τα χέρια της που κρατάγανε τα λιθάρια και της τα φίλησε. Τά` χασε η Γιαννιώ. Έμεινε για λίγο άλαλη κι κι ύστερα με τα χέρια που κράταγαν ακόμη τις πέτρες αγκάλιασε την ξένη κι άρχισαν να κλαίνε αντάμα..

Έπαιρνε να μεσημεριάσει όταν κατέβηκαν στο χωριό. Ο παπά Γιώργης προθυμοποιήθηκε να τους κάνει το τραπέζι αλλά η ξένη αρνήθηκε ευγενικά.. Εγώ θα μείνω το μεσημέρι στο σπίτι της κυρίας Σούκα. Έχουμε πολλά να πουμε.

Μα δεν ξέρετε Ελληνικά -Δε χρειάζεται είπε χαμογελώντας θλιμμένα μέσα από τα δακρυά της η Ιταλίδα, Οι μανάδες έχουν τη δική τους γλώσσα. Και συνενοούνται.

Κούνησε η Γιαννιώ το κεφάλι και πήρε την ξένη από το χέρι

-Έλα είπε θα σου δείξω τις φωτογραφίες των παιδιών μου και συ του δικού σου . Τι άλλο χρειάζεται να πούμε; Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και φίλεψε την ξένη γλυκό καρυδάκι με κρύο νερό. Εις μνημόσυνον αιώνιον όπως έλεγε ο παπά Γιώργης.

Σταυρος Ιντζεγιαννης





























































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια: