Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

ΓΝΩΜΗ 29/11/13





 
                                                          Εν κατακλείδι
       ΚΟΝΤΑ  ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ

  Χειμώνιασε –χειμώνιασε το κρύο με περόνιασε  καθένας με το κρύο ταίρι –ταίρι!
 Ο Παμίνος ήρθε στην πρωινή συνέλευση της καφετέριας με παλτό και μύρισε ο τόπος ναφθαλίνη. Μόλις το έβγαλα από το μπαούλο δικαιολογήθηκε και το έπιασε πρίμο σεκόντο με τη κυρά _ Σοφία του καφετζή «Κοντά στο τζάκι , αγκαλιά στην πολυθρόνα, θα`χουμε άνοιξη  στις νύχτες του χειμώνα»!
       Χτες με  ξεσήκωσαν πρωί- πρωί. «Σήκω, πάμε για  ξύλα, πριν μας
      τα πάρουν άλλοι». Άσχημο πράγμα να   σου χαλάνε το πρωινό
    χουζούρι, αλλά άντε να πεις στα παιδιά σου, δεν έρχομαι.
 Δίπλα σε ένα πατρικό οικόπεδο, ο γείτονας μάζεψε τις ελιές κι ένα σωρό ξύλα, λες και περιμένανε κάποιον να τα μαζέψει να καθαρίσει ο τόπος.
«Έρχεστε, να μου καθαρίσετε κιόλας το χωράφι –πρότεινε ο κυρ Γιώργης»;
  -Και είπατε ναι-ρωτάω.
  Με προσγειώνει η κόρη μου. Μπαμπά που ζεις; Δεν κατάλαβες ακόμη ότι ξαναγυρνάμε στο τζάκι; Πανάκριβο το πετρέλαιο, το καλοριφέρ ασύμφορο  - ο διαχειριστής το ξέκοψε, καλοριφέρ τέρμα, ούτε φέτος-Να πεις για ηλεκτρική θέρμανση , το ίδιο και χειρότερα. Επομένως;
   Μοιάζει κάπως αστείο να σου θυμίζουν τα παιδιά σου, καταστάσεις  που αυτά ούτε έζησαν, ούτε που μπορεί να διανοηθούν. Για θυμηθείτε,  όσοι τέλος πάντων ζήσατε σε χωριό, έστω τα παιδικά χρόνια σας. Πριν αστικοποιηθεί η ζωή σας και περάσετε από το τζάκι, στην κεντρική θέρμανση.  
 Γλιτώσαμε από την καπνιά και την ατσαλιά –έλεγε θεός σ` χωρέστη η μάνα. Γιατί πράγματι το τζάκι είχε και τις αναποδιές του. Θες γιατί τα ξύλα ήταν βρεγμένα, θες γιατί καπνοδόχος ήθελε καθάρισμα, θες γιατί φύσαγε ανάποδα ο αέρας, γέμιζε το δωμάτιο καπνό και …έτσουζαν τα μάτια!
   Κι όμως εκείνο το τζάκι ήταν ευλογημένο. Ήταν η εστία που μάζευε την οικογένεια και ζέσταινε όχι μόνο το κορμί, αλλά και - κυρίως- τις καρδιές .
   Μπροστά «πύρα  και πίσω κλαδευτήρα » –γέλαγε η συχωρεμένη η θεία και δως του τσίγκλαγε τα κούτσουρα για να βγάλουν σπίθες, και να αρχίσει το παραμύθι της. Γιατί έτσι- έλεγε-αρχίζουν τα παραμύθια.  
  Μέσα στις αναλαμπές και το τρίξιμο και τη φλόγα που ξεπεταγότανε, πέταγε μαζί μ` αυτά  κι η φαντασία μας. Μαζευόμαστε όσο πιο κοντά της μπορούσαμε, ν` ακούσουμε καλλίτερα «Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δως της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ` αρχινήσει. Μια φορά κι ένα καιρό…»   
  Περίεργο. Μου δακρύζουν τα μάτια κι ούτε τζάκι έχουμε κι ούτε η θεία Μαλβίνα είναι κοντά μας. Από χρόνια αναπαυμένη στη αγκάλη των Αγγέλων που μας την πήραν ένα βράδι την ώρα που μας διηγούτανε πως είχε δει ένα άγγελο με κάτασπρες φτερούγες – να σαν το χιόνι κάτασπρες παιδιά μου- που της χαμογελούσε: Έλα να μας πεις κι εμάς της  το παραμύθι σου, της είπε και την πήρε μαζί του
  Μια φορά κι έναν καιρό!
   Έλα λοιπόν μπαμπά -φωνάζει η κόρη μου. Πάμε πριν μας τα πάρουν άλλοι τα ξύλα.
   -Έρχομαι –λέω και προσπαθώ να κρύψω ένα δάκρυ, να μη  μου γελάσουν τα παιδιά .Που να καταλάβουν…!
   Έχουν τζάκι, αλλά περίεργο δεν είναι σαν εκείνα τα παλιά τζάκια που κάπνιζαν κι είχαμε στρωμένη μια φλοκάτη ,μπροστά Αληπασάτικη χοντρή- ασήκωτη. Ένα γύρω είχε πάγκο σκεπασμένο με μπατανίες και σκαμνάκια που καθόμαστε. Όσο θυμάμαι είχε και μια πυροστιά διχτυωτή που πάνω της ψέναμε κάστανα.
   Είναι ένα μοντέρνο τζάκι, που οι φλόγες του δεν γεννάνε αγγελούδια και πρίγκιπες , και νεράιδες καλόγνωμες και παπουτσωμένους γάτους. Ούτε μας μαζεύουν όπως παλιά εμάς, εκείνα τα φτωχικά τζάκια και δεν δακρύζουν τα μάτια, όπως δάκρυζαν, θες από τον καπνό, θες από το παραμύθι με τον κοντορεβυθούλι ή τους εφτά νάνους. Ούτε τα παιδιά κάθονται να ακούσουν πια
-Θα `ρθείτε καμιά φορά να πούμε το παραμύθι –φωνάζω.
-Αργότερα παππού. Τώρα βλέπουμε τηλεόραση !!!
                          Σταύρος Ιντζεγιάννης




Δεν υπάρχουν σχόλια: