Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

ΓΝΩΜΗ



                                           ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ   
   ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΒΟΥΡΑ

   Και καλά ψηφίσαμε όσους  ψηφίσαμε, βολευτήκανε κάποιοι στην ευρωβουλή για μια  πενταετία (λες και κάνουν και τίποτε, ότι τους λένε να πουν, λένε) αλλά η καθημερινότητα εδώ πάει απ` το κακό στο χειρότερο. Με το που τελείωσε η εκλογολογία πιάσανε δουλειά στα τηλεπαράθυρα οι οικονομολόγοι για το πόσα θα πληρώσουμε στην εφορία. Να τους ακούς πρωί-πρωί και να σε πιάνει σύγκρυο.
  Προχτές στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς (ελληνιστί μπακάλικο) γύρισα 70 χρόνια πίσω. Δεκαετία του `30 λίγο πριν τον πόλεμο. Μας έδινε η μάνα  ένα εικοσάδραχμο-τον Ποσειδώνα ,αν θυμάται κανείς- και μας δασκάλευε. Να το κρατάς έτσι που να το βλέπει ο μπακάλης. Να του πεις να σου δώσει  50 δράμια λάδι,100 δράμια ζάχαρη (Δεν υπήρχαν ακόμη τα γραμμάρια  τα οποία καθιερώθηκαν τον Μάρτη του 1959) μια ρέγγα ( τη λέγανε δικηγόρο, άγνωστο γιατί) τρεις δραχμές χαλβά και τρεις δραχμές  ελιές, πολλές καλές και τα ρέστα!
  -Ποια ρέστα;
  Μόλις έκανε το λογαριασμό ο κυρ-Κώστας βάζαμε το εικοσάρικο στη τσέπη και βγάζαμε το τεφτέρι (το βιβλιάριο τουτέστιν όπου γράφανε τα βερεσέδια) «Μου `πε η μάνα μ` να τα γράψεις».
-Γιατί βρε αφού έχεις τα λεφτά !
-Αυτά είναι για τον τσαγκάρη να μου βάλλει σόλες που τρύπ`σαν.
Έπαιρνε ο μπακάλης το μπλοκ κι αντί για 18 που κάνανε  έγραφε 21.
Έκλεβε; Όχι δα. Απλώς έτσι  δούλευε το σύστημα. Γράφω 21 για να πάρω τις 18 κι αν τις πάρω κι αυτές-έλεγε!!!.
   Το ίδιο σκεφτότανε κι ο πελάτης. Άστον να διπλογράφει Λες και θα τα πάρει;
   Ο μπακάλης ήταν ένας  από τους δύο τραπεζίτες της γειτονιάς. Ο άλλος ήταν ο φούρναρης. Άλλο γράψιμο και …κλέψιμο εκεί. Ο Φούκας μάλιστα, για όσους είναι από τον Άγιο Διονύσιο και τον θυμούνται, είχε κρεμάσει και πινακίδα έμμετρη «Ο βερεσές απέθανε  θάφτηκαν τα δεφτέρια και τα κορίτσια να` ρχωνται με τα λεφτά στα χέρια»!!!
   Τα θυμήθηκα όλα αυτά  προχτές καθώς στο φούρνο της  γειτονιάς  έτυχα ανάλογη σκηνή, όταν ένα μυξιάρικο κλαψούρισε.«Είπε η μαμά μ`  να μι δώσεις  τρεις φραντζόλες ψουμί κι να τα γράψεις  εδώγια». Έδωσε το μπλοκάκι.
   Κούνησε το κεφάλι της η φουρνάρισα. «Φτωχοί άνθρωποι είναι  τι να κάνω; Αλλά και πόσο; που να πρωτοδώσεις;»
Μου έκανε εντύπωση όμως που το παιδί προσπαθούσε  να παραποιήσει  την προφορά του. Να δείχνει τάχα ξένο.
-Έλα `δω βρε τον βούτηξα από τον σβέρκο, βγαίνοντας. Από που είσαι;
-Είμι απ` την Αλβανία μπάρμπα. Αλβανέζος.
 Έλεγε ψέματα. Την ξέρω την οικογένειά του κάπου απ` το Ξηρόμερο είναι.
-Γιατί λες ψέματα-έκανα δήθεν τον άγριο.΄
  Σήκωσε τα μάτια φοβισμένο και μου `πε ψιθυριστά «Γιατί τ`ς ξένους τους λυπούντι κι τ`ς δίνουν βιρισέ»!!!
 Αθάνατε Έλληνα δεν παίζεσαι με τίποτε. Φτωχός αετονύχης ο ένας. Πονόψυχος, λυπησιάρης, φιλότιμος ο άλλος. Μπορεί να φωνάζει, να βρίζει, να καταριέται, μετανάστες, εγκληματίες, ληστές, κακούργοι αλλά έτσι και τον δει να πεινάει βγάζει τη μπουκιά απ` το στόμα του και τη μοιράζεται μαζί τους. Στην πείνα είμαστε αδέρφια. Να μοιραστούμε τη  φτώχεια μας.
  Δεν πάει καλά η ευρωζώνη λένε. Προβλήματα  με τους Εγγλέζους του Κάμερον. Φωνάζουν και οι Ιταλοί με τον Ρέντσι «Καλύτερα  είμαστε με τη λιρέτα». Πεινάει ο Νότος. Διαμαρτύρεται ο Βοράς- μέχρι πότε θα σας ταϊζουμε; Τρέξετε να μας φτάσετε λένε οι Γερμανοί .
  Μια κουβέντα είναι χερ καμαράντ. Πώς να τρέξουμε ξυπόλυτοι στ` αγκάθια. Εδώ ρίχνουμε τον πληθωρισμό με κόλπα. Κόβουμε  τους μισθούς να μην έχουμε να ψωνίσουμε να πέσουν οι τιμές. Έλλειψη χρημάτων στάση εμπορίου. Στο μηδέν η αγορά. Ούτε οι λαϊκές  έχουν δουλειά που ότι πάρετε 2 ευρώ. Τζάμπα πράμα.
   Έρχεται ανάπτυξη λέει το υπουργείο. Οι τράπεζες δε τηλεφωνάνε όπως πρώτα που σε παίρνανε στις 2 τα μεσάνυχτα: Με ένα τηλεφώνημα σας δίνουμε 3 χιλιάδες ευρώ. Λιγοστέψανε οι πιστωτικές, αλλά στα γειτονικά Μίνι Μάρκετ και στους φούρνους άρχισαν τα τεφτέρια που δεν κινδυνεύεις να  σου κατάσχουν το σπίτι όπως οι τράπεζες. Ο τόπος γέμισε τσαγκάρικα  και ράφτρες «Επιδιορθώνονται τα παλιά  ρούχα». Ποιος αγοράζει καινούργια;
     Δεν μπορώ να καταλάβω ποιος έχει δίκιο. Ο υπουργός που λέει πάμε μπροστά ή η σκληρή πραγματικότητα της αγοράς, που λέει πως πάμε με την όπισθεν… σαν τον κάβουρα    
                            Σταύρος Ιντζεγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια: