ΕΝ
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΒΟΥΡΑ
Και καλά
ψηφίσαμε όσους ψηφίσαμε, βολευτήκανε
κάποιοι στην ευρωβουλή για μια πενταετία
(λες και κάνουν και τίποτε, ότι τους λένε να πουν, λένε) αλλά η καθημερινότητα
εδώ πάει απ` το κακό στο χειρότερο. Με το που τελείωσε η εκλογολογία πιάσανε
δουλειά στα τηλεπαράθυρα οι οικονομολόγοι για το πόσα θα πληρώσουμε στην
εφορία. Να τους ακούς πρωί-πρωί και να σε πιάνει σύγκρυο.
Προχτές στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς
(ελληνιστί μπακάλικο) γύρισα 70 χρόνια πίσω. Δεκαετία του `30 λίγο πριν τον πόλεμο.
Μας έδινε η μάνα ένα εικοσάδραχμο-τον Ποσειδώνα
,αν θυμάται κανείς- και μας δασκάλευε. Να το κρατάς έτσι που να το βλέπει ο
μπακάλης. Να του πεις να σου δώσει 50
δράμια λάδι,100 δράμια ζάχαρη (Δεν υπήρχαν ακόμη τα γραμμάρια τα οποία καθιερώθηκαν τον Μάρτη του 1959) μια
ρέγγα ( τη λέγανε δικηγόρο, άγνωστο γιατί) τρεις δραχμές χαλβά και τρεις
δραχμές ελιές, πολλές καλές και τα
ρέστα!
-Ποια ρέστα;
Μόλις έκανε το λογαριασμό ο κυρ-Κώστας βάζαμε
το εικοσάρικο στη τσέπη και βγάζαμε το τεφτέρι (το βιβλιάριο τουτέστιν όπου γράφανε
τα βερεσέδια) «Μου `πε η μάνα μ` να τα γράψεις».
-Γιατί βρε αφού έχεις τα
λεφτά !
-Αυτά είναι για τον τσαγκάρη
να μου βάλλει σόλες που τρύπ`σαν.
Έπαιρνε ο μπακάλης το μπλοκ
κι αντί για 18 που κάνανε έγραφε 21.
Έκλεβε; Όχι δα. Απλώς
έτσι δούλευε το σύστημα. Γράφω 21 για να
πάρω τις 18 κι αν τις πάρω κι αυτές-έλεγε!!!.
Το ίδιο σκεφτότανε κι ο πελάτης. Άστον να
διπλογράφει Λες και θα τα πάρει;
Ο μπακάλης ήταν ένας από τους δύο τραπεζίτες της γειτονιάς. Ο
άλλος ήταν ο φούρναρης. Άλλο γράψιμο και …κλέψιμο εκεί. Ο Φούκας μάλιστα, για
όσους είναι από τον Άγιο Διονύσιο και τον θυμούνται, είχε κρεμάσει και πινακίδα
έμμετρη «Ο βερεσές απέθανε θάφτηκαν τα
δεφτέρια και τα κορίτσια να` ρχωνται με τα λεφτά στα χέρια»!!!
Τα θυμήθηκα όλα αυτά προχτές καθώς στο φούρνο της γειτονιάς έτυχα ανάλογη σκηνή, όταν ένα μυξιάρικο
κλαψούρισε.«Είπε η μαμά μ` να μι
δώσεις τρεις φραντζόλες ψουμί κι να τα
γράψεις εδώγια». Έδωσε το μπλοκάκι.
Κούνησε το κεφάλι της η φουρνάρισα. «Φτωχοί
άνθρωποι είναι τι να κάνω; Αλλά και
πόσο; που να πρωτοδώσεις;»
Μου έκανε εντύπωση όμως που
το παιδί προσπαθούσε να παραποιήσει την προφορά του. Να δείχνει τάχα ξένο.
-Έλα `δω βρε τον βούτηξα από
τον σβέρκο, βγαίνοντας. Από που είσαι;
-Είμι απ` την Αλβανία
μπάρμπα. Αλβανέζος.
Έλεγε ψέματα. Την ξέρω την οικογένειά του
κάπου απ` το Ξηρόμερο είναι.
-Γιατί λες ψέματα-έκανα δήθεν
τον άγριο.΄
Σήκωσε τα μάτια φοβισμένο και μου `πε ψιθυριστά
«Γιατί τ`ς ξένους τους λυπούντι κι τ`ς δίνουν βιρισέ»!!!
Αθάνατε Έλληνα δεν παίζεσαι με τίποτε. Φτωχός
αετονύχης ο ένας. Πονόψυχος, λυπησιάρης, φιλότιμος ο άλλος. Μπορεί να φωνάζει,
να βρίζει, να καταριέται, μετανάστες, εγκληματίες, ληστές, κακούργοι αλλά έτσι
και τον δει να πεινάει βγάζει τη μπουκιά απ` το στόμα του και τη μοιράζεται
μαζί τους. Στην πείνα είμαστε αδέρφια. Να μοιραστούμε τη φτώχεια μας.
Δεν πάει καλά η ευρωζώνη λένε.
Προβλήματα με τους Εγγλέζους του Κάμερον.
Φωνάζουν και οι Ιταλοί με τον Ρέντσι «Καλύτερα
είμαστε με τη λιρέτα». Πεινάει ο Νότος. Διαμαρτύρεται ο Βοράς- μέχρι
πότε θα σας ταϊζουμε; Τρέξετε να μας φτάσετε λένε οι Γερμανοί .
Μια κουβέντα είναι χερ καμαράντ. Πώς να
τρέξουμε ξυπόλυτοι στ` αγκάθια. Εδώ ρίχνουμε τον πληθωρισμό με κόλπα.
Κόβουμε τους μισθούς να μην έχουμε να
ψωνίσουμε να πέσουν οι τιμές. Έλλειψη χρημάτων στάση εμπορίου. Στο μηδέν η
αγορά. Ούτε οι λαϊκές έχουν δουλειά που
ότι πάρετε 2 ευρώ. Τζάμπα πράμα.
Έρχεται
ανάπτυξη λέει το υπουργείο. Οι τράπεζες δε τηλεφωνάνε όπως πρώτα που σε παίρνανε
στις 2 τα μεσάνυχτα: Με ένα τηλεφώνημα σας δίνουμε 3 χιλιάδες ευρώ. Λιγοστέψανε
οι πιστωτικές, αλλά στα γειτονικά Μίνι Μάρκετ και στους φούρνους άρχισαν τα
τεφτέρια που δεν κινδυνεύεις να σου
κατάσχουν το σπίτι όπως οι τράπεζες. Ο τόπος γέμισε τσαγκάρικα και ράφτρες «Επιδιορθώνονται τα παλιά ρούχα». Ποιος αγοράζει καινούργια;
Δεν
μπορώ να καταλάβω ποιος έχει δίκιο. Ο υπουργός που λέει πάμε μπροστά ή η σκληρή
πραγματικότητα της αγοράς, που λέει πως πάμε με την όπισθεν… σαν τον κάβουρα
Σταύρος
Ιντζεγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου