Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Από τα Αρτινά απωθυμένα του Σταύρου Ιντζεγιαννη





                             

    ΑΡΤΙΝΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

     Ε λοιπόν ναι, πήγα. Πήγα! Είχα τρία ή τέσσερα χρόνια να πάω και με το που βρέθηκα στο Μονοπλιό μου `ρθε να βάλλω τις φωνές. Γεια σας χαρά σας χωριανοί-Καλώς το παλικάρι!
       Ποιοι χωριανοί; Δεν υπάρχει ούτε ένας πια. Ξένος μου φαίνεται ο τόπος, ξένοι οι άνθρωποι, ξένος κι εγώ.
     Βέβαια έτσι που την κοιτάς  μπαίνοντας από τον Άι-Γιώργη μοιάζει σα να μην έχει αλλάξει τίποτε. Ίδια όπως την άφησα την τελευταία φορά. Κι όμως κάτι έχει αλλάξει .Κάτι αλλάζει κάθε φορά που δεν μπορείς να το καθορίσεις κι όμως, ναι, υπάρχει μια αλλαγή. Ακόμη και το ιστορικό κέντρο που υποτίθεται ότι πρέπει να μένει αναλλοίωτο  έχει τις μικροαλλαγές του.
    Ακόμη και ο πεζόδρομος από τους πρώτους που έγιναν στην Ελλάδα χάρη στον Κώστα Βάγια τον αξέχαστο φίλο Δήμαρχο δεν άντεξε. –όπως άλλωστε κι εδώ στην Πάτρα-γεμίζει ποδήλατα και μηχανάκια.
   Κοιτάζω αχόρταγα ένα γύρω να αναγνωρίσω παλιά σημάδια. Δεν υπάρχουν βέβαια τα μικρομάγαζα με τους τσίγκους. Ο δρόμος – το νυφοπάζαρο που λέγαμε-αρχίζοντας από την είσοδο στην πλατεία Κιλκίς -300, 400 μέτρα όλος κι όλος-μέχρι τον Άι-Γιώργη και πιο πέρα στον Κρυστάλλη το καλοκαίρι, παλιά και μέχρι το Μουχούστη  έχει γεμίσει βιτρίνες. Τίποτε δε θυμίζει την Άρτα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Εκείνο τα χαμηλό μικρομάγαζο του Κουτσούμπα που είχε κρεμασμένα απ`έξω λουριά , καπιστράνες, σάγματα. χαϊμαλιά και κυπροκούδουνα και πολύχρωμες λαιμαργιές για τα γαϊδούρια.
  Ε, όχι με διορθώνει. Οι λαιμαργιές με τις χάντρες και το θαλασσί πετράδι για το κακό μάτι ήταν για τα άλογα. Τα γαϊδούρια  τα δένανε με χοντρή τριχιά.
  - Ρε γομάρι ξεκαπίστρωτο πετανίτικο μας φώναζε ο Σερεπίσιος όταν δε  ξέραμε μάθημα.
  Το άλογο είναι άλλο πράγμα: «Το υπερήφανον άτι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Βουκεφάλας» –μας μάθαινε ο Ταστσιόπουλος !
  Τα `φαγε η πρόοδος όπως και το μαγαζί του Καζαναφέρη –το πρώτο Ελληνικό σούπερ μάρκετ- που πούλαγε  από πίσσα μέχρι αντεπρίνες και από φέτα τυρί μέχρι φακές και φάβα ή χτένες ειδικές για τις ψείρες και κεφαλομάντηλα και σύριγγες για ενέσεις.
   Προσπαθώ να ξαναβρώ κάποια μπαλκόνια που σημάδεψαν τα πρώτα εφηβικά μας σκιρτήματα. Εδώ ήταν η Βούλα, εκεί η Νανά πιο πάρα η Γιούλια. Πιο δώθε η Μηλίτσα
   Ψάχνεται τίποτε –με ρωτάει ο κύριος που στέκομαι έξω από το μαγαζί του και προσπαθώ να θυμηθώ.
   -Κάπου εδώ νομίζω έμενε η Δημητρούλα του …΄
  - Ω τώρα…πάει αυτή.
  -Πέθανε;
  - Όχι .Παντρεύτηκε !
   Θυμήθηκα τον Κώστα Τζαχρήστα που έλεγε, όλες οι γυναίκες είναι καλές μέχρι να τις παντρευτείς .Από `κει και πέρα…αμόλατες!!!
  Φημισμένοι ουζοπότες οι Αρτινοί. Πάμε μου λέει μέσα μου η φωνή που κανοναρχεί τα βήματά μου Πάμε να σε κεράσω ένα ούζο στου Κακαβά
  Διάσημο καφενείο -ουζερί ο Κακαβάς. Εκεί καταλήγανε τα μεσημέρια οι εργένηδες για το ουζάκι τους πριν πάνε σπίτι για φαγητό.   Χτυπάω τα παλαμάκια αλά παλαιά.
  -Τι θα πάρ`ς - ρωτάει ένα  αμούστακο γκαρσόνι τυπικό δείγμα του ορεσιβίου παραγιού που τον έστειλε ο πατέρας του να βρει το δρόμο του στη μεγάλη πολιτεία. Την Άρτα!
  -Ένα ούζο.
  -Μι μιζέ.
  Ναι …μι μιζέ!!!
  Και τι μου φέρνε ο άθλιος αν αγαπάτε. Ούζο με πατάτες τηγανιτές λες και βρίσκομαι στην Πάτρα και όχι σε διάσημο ουζότοπο.
  Αγόρι μου το ούζο στην Άρτα το σερβίρανε με σαλαμάκι μια φετούλα ντομάτα και μια …χαψιά κεφαλοτύρι. Πάει χαλάσατε  και σεις.
  Στο διπλανό τραπέζι δυο Μελισουργιώτες με τραγιάσκες και κομπολόγια με φούντα μεταξένια (Αργότερα έμαθα ότι ο Κακαβάς είναι αποκλειστικό στέκι των Μελισουργιωτών) έχουν στήσει αφτί: και το τσίπρο με τι το πίνουν –ρωτάει ο ένας.
  -Αποκλειστικά με στραγάλια και τίποτε άλλο!
  -Από πού είσι ρε καλόπαιδο –ρωτάει ο διπλανός του.
  -Από δω.
  Από δω –ναι, αλλά από πιο χωριό.
  -Δεν είμι από χωριό.
   Κάνει έναν μορφασμό δυσπιστίας : Μπα!
    Πάμε στον Παντοκράτορα να ανάψουμε κερί-λέει η φωνή. Κρίμα που δεν προλαβαίνω να μείνω στον εσπερινό ν` ακούσω την καμπάνα του Παντοκράτορα. Την είχα χτυπήσει δυο –τρεις φορές με χίλια παρακάλια. Δε μας αφήνανε οι μεγαλύτεροι εμάς τα μικρά να χτυπήσουμε την καμπάνα.
   Έπαθα ταράκουλο την τελευταία φορά 3 ή 4 χρόνια πριν. Άναψα κερί-κεριά για όλους ζώντες και κεκοιμημένους και με το που έκανα να φύγω σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά να δω τον Παντοκράτορα μου φάνηκε πως ναι-πες τε με ονειροπαρμένο , αλαφροϊσκιωτο –μου φάνηκε πως ο Παντοκράτορας είχε σηκώσει το χέρι του να μου ρίξει καρπαζιά.
 -Γιατί μεγαλοδύναμε τι έκανα;
  -Τι έριξες στο παγκάρι και πήρες μια χούφτα κεριά Ακόμα κι εμένα πας να κλέψεις;
  Το`βαλα στα πόδια κι ούτε που τόλμησα να κοιτάξω πίσω μου. Δεν είχα ψηλά κι έριξα ένα…κουμπί που βρέθηκε στην τσέπη μου!!
                         Σταύρος Ιντζεγιοαννης



Δεν υπάρχουν σχόλια: