Τρίτη 14 Απριλίου 2015

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ 9/04/14



                                                       Καθ οδόν     
    ΠΑΣΧΑ = ΠΕΡΑΣΜΑ  ΨΥΧΗΣ
   
    Τέτοιες μέρες που το ρέκβιεμ της  πένθιμης  κωδονοκρουσίας γεμίζει με θλίψη την ψυχή, λαχταρώ μιαν απόδραση. Να φύγω μακριά από το πλήθος. Αυτό το πλήθος που τη μια μέρα δοξολογούσε «Ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος» και την άλλη ωρύετο «απόλυσον τον Βαραβάν»
   Τον Βαραβά. To θηρίο που κουβαλάμε μέσα μας. Την αλαζονεία , τον φθόνο, την οργή, το μίσος, την απιστία. Ό,τι εκπροσωπεί  το κακό. Αυτό που μας καταδυναστεύει κι ωστόσο διστάζουμε να απαρνηθούμε.
   Τέτοιες μέρες, τις γεμάτες  από την προσμονή του Πάσχα, τις γεμάτες από την ελπίδα μιας ανάστασης εντός μας, σε μια κρίση μεταμέλειας, τόσο ελάχιστη μπροστά στην ιερότητα  των παθών του Κυρίου, μπροστά στον έλεγχο μιας παιδικής αθωότητας που ζητά  έστω καθυστερημένα  το μερίδιό της. Νοσταλγώ μιαν απόδραση, μια φυγή, μακριά από την πολύβουη πολιτεία τη γεμάτη από τον ηισουιτισμό του πλήθους που σταυρώνει και σταυρώνεται στην προσπάθεια του βιοπορισμού. Ξεχνώντας ότι «Ουκ επ άρτον μόνον  ζήσετε άνθρωπος» αλλά… δείσθε και αρετής!
   Τέτοιες μέρες λαχταρώ να αποδράσω σε μια άλλην ζωή, γεμάτη από τη αγνότητα των παιδικών χρόνων. Να χαρώ κάποιες μουρμουριστές ψαλμωδίες σ`ερημικά χορταριασμένα `ξωκκλήσια, εκεί που η πίστη γονατίζει με το μέτωπο στις μισοφαγωμένες πέτρινες πλάκες σε μια προσπάθεια εκμηδενισμού. Σε μια προσπάθεια να γίνει το υποπόδιον των ποδών Αυτού .
    Νοσταλγώ κάποιες ώρες εσπερινές, στα στενά μισολειωμένα στασίδια, όταν οι ίσκιοι τριγυρίζουν στον χώρο μ΄ εκείνη την αέρινη - αθόρυβη περπατησιά τους, άλλοτε ακουμπώντας στα γλιστερά εμπρός στο τέμπλο σκαλιά κι άλλοτε γονατίζοντας στα πολυκαιρινά μαυρισμένα εικονοστάσια. Μια ατελείωτη λιτανεία ελέους που μεσιτεύει στον Κύριο για το ανθρώπινο  γένος !
   Ώρες λατρείας. Ώρες μιας πάναγνης πίστης, όταν τα αυστηρά πρόσωπα των εικονογραφημένων Αγίων ξεφεύγοντας από το σαρακοφαγωμένο πλαίσιο, μαλακώνουν σ΄ ένα χαμόγελο πατρικό  και το υψωμένο σ΄ευλογία χέρι γίνεται ένα μήνυμα φιλικό. Ένα χαίρε τέκνον.
   Λαχταρώ τις ιερές στιγμές, όταν τα κεριά αντιφεγγίζουν ένα  χλωμό τρεμάμενο φως , παιγνίδι -θαρρείς - ανείπωτης στιγμιαίας χαράς  κι ύστερα πάλι  ένα οπτικό κρεσέντο ή ένα τεριρέμ, ένα ισοκράτημα, π`ακολουθεί τον μακρόσυρτο ήχο της ψαλμωδίας .
  Α! Αυτός ο μακρόσυρτος ήχος της ψαλμωδίας. Ψίθυρος γεροντικών χειλέων  που προσπαθούν  ευλαβικά  να κρατήσουν τον τόνο, να διατηρήσουν το ύφος ,να αρθρώσουν τον δυσκολοπρόφερτο  στίχο , που πιότερο τον  διαβάζει της ψυχής το σκύψιμο, παρά των ματιών  η μισόσβυστη λάμψη.
  Ο μακρόσυρτος ήχος της ψαλμωδίας . Της καρδιάς η ανάταση, της ψυχής η ικεσία. η γονυκλισία του νου." Κύριε , εκέκραξα προς Σε - εισακουσόν μου  Κύριε "
   Νοσταλγώ κάποια χορταριασμένα ΄ξωκκλήσια. Εκεί που οι  λιγοστές  δεκάρες στο παγκάρι, μετράνε τις φτωχές  υπάρξεις, του Χριστού τ` αδέρφια. Το λιγοστό κουρασμένο ποίμνιο  σε ώρα πνευματικής βοσκής, σε ώρα θρησκευτικού ξεδιψασμού ." Ον τρόπον η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων . Ούτω επιποθεί η ψυχή μου προς Σε ο Θεός  " 
   Τέτοιες μέρες γεμάτες από την πένθιμο  ήχο της  θλίψης που βαραίνει στην ψυχή του ανθρώπου και που η Σταύρωση του Θεού  γίνεται σύμβολο  του πανανθρώπινου πάθους, προσπαθώ να ακολουθήσω το θρήνο που  γίνεται δάκρυ, που γίνεται κλάμα ψυχής μπροστά στο Σταυρό σου.
  «Ως πρόβατον ήχθης και ως αμνός άκακος προσηλώθης τω Σταυρώ  δια τας αμαρτίας ημών  φιλάνθρωπε »
   Τέτοιες μέρες  θέλω να βρεθώ σε ένα μακρινό ξεχασμένο από τους ανθρώπους της πόλης ξωκλήσι, μακριά από το στίλβον επικάλυμμα της πολυτέλειας που γεμίζει τους μεγάλους  ναούς, με τα ηλεκτρικά ασημοκάντηλα, τους πανάκριβους πολυελαίους και τους  φιλτραρισμένους ήχους των μεγαφώνων ή τις μεγάλες ασημοστόλιστες εικόνες και τα δάπεδα με τα πολύχρωμα χαλιά .
   Να γονατίσω μπροστά σε μια πικραμένη Παναγία που ο χρόνος έχει αφαιρέσει το περίγραμμα και μόνο εκείνος ο ανείπωτος πόνος κρατά στα μάτια τη μητρική θλίψη στο όραμα του σταυρού και να δοξολογήσω : Ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε τας δυναστείας Σου λαλείν οι ανάξιοι.
   Τέτοιες μέρες  Νοσταλγώ μιαν απόδραση  σε ένα ξωκλήσι ξεχασμένο απ όλους, κρατώντας  ένα κερί, ένα μικρό κερί  μιας πεντάρας  - λαμπάδα  της ψυχής- και ως  ταπεινός τη καρδία, ως πτωχός τω πνεύματι  να  ψάλω : Ελέησόν με. Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα Σου έλεος και κατά την Ανάστασή Σου ανάστησε μέσα μας την ατελείωτη αγάπη Σου!

                     Σταυρος  Ιντζεγιαννης


Δεν υπάρχουν σχόλια: