Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ 24/9/15



ΚΑΘ ΟΔΟΝ
   ΜΑΝΑ –ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ!

    Μάνα. Μάνα αγάπη μου. Μάνα μ` ακούς σου φωνάζω μάνα. .Μανούλα μου
     Γιορτή της μάνας αύριο Κυριακή κι έτσι  μου `ρχεται να βάλω μια φωνή να τη σηκώσω από το χώμα: Μάνα, μανούλα αγάπη μου μ`ακούς;
    Μας έδερνε μας πόναγε, εκεί εμείς: Μανούλα μου. Δε φωνάξαμε πατέρα κι ας ήταν αυτός που μας γλίτωνε από τα χέρια της « Άστο το παιδί ολόκληρος άντρας πια»
    Κι αυτός ο ολόκληρος άντρας γυρόφερνε στα φουστάνια της. Μάνα θέλω τετράδιο. Μάνα πάρε μου παπούτσια. Μάνα μη δείξεις τον έλεγχο στον πατέρα. Και το πρώτο ποίημα που απαγγείλλαμε στη Δευτέρα δημοτικού, πάλι γι αυτή ήτανε «Μάνα δε βρίσκεται λέξη καμία να`χει στον ήχο της τόση αρμονία…» Και που μεγαλώσαμε πάλι σ` αυτή. Μάνα σιδέρωσε μου το πουκάμισο. Μάνα το παντελόνι να` χει τσάκιση. Μάνα πες του πατέρα ότι θ`αργήσω το βράδι, μη βάλει πάλι τις φωνές.
   Μια ζωή με το όνομά της στα χείλη μας, λες και δεν ήταν εκεί δίπλα κι ο πατέρας υπεύθυνος. Με την αγάπη του και με τη φροντίδα του κι αυτός. Με τον αγώνα του για να μη μας λείψει τίποτε Ακόμα κι όταν ξεπορτίζαμε, εκείνη μεσίτευε για το χαρτζιλίκι  μας. « Να ζητήσεις του πατέρα σου» έλεγε τάχα θυμωμένη. Αλλά μέχρι να γυρίσουμε πεισμωμένοι από την άρνησή της –καλόπιανε τον πατέρα: «Δως του. Μεγάλο παιδί πια .Πώς να βγει με τους φίλους του;»
  Από την ώρα που μωρά  πιαστήκαμε από το στήθος της να βυζάξουμε τη ζωή, μέχρι το θάνατό της,  μείναμε κολλημένοι σ` εκείνο το στήθος που αντιπροσώπευε για μας τη ζωή .Τη ζωή που μας έδωσε μια φορά στη γέννα μας κι από τότε την υπερασπιζότανε πότε με το κλάμα της, πότε με το γέλιο της. Ακόμα και με τη φοβέρα: Θα το πω στον πατέρα σου!
  Μάνα, μανούλα αγάπη μου!
Αυτή μας στάθηκε στη βάφτιση, στο σχολειό, στις αρρώστιες  στα παντρολογήματα, στην πρώτη μας δουλειά στη χαρά και στη λύπη μας.
    - Εμείς;
    Εμείς σταθήκαμε δίπλα στο φέρετρό της κάποια στιγμή και τότε μόνο καταλάβαμε – άντρες πια με οικογένεια, πως καθώς τη σκέπαζε το χώμα, σκέπαζε μαζί κι ένα κομμάτι από τον εαυτό μας.   Και τότε μόνο – αναζητώντας  ένα στήριγμα  να την αντικαταστήσει- είδαμε στο πρόσωπό της γυναίκας μας μιαν άλλη μάνα. Τη μάνα των παιδιών μας .
   Είχα δει μια σκηνή στα μικράτα μου που μου έμεινε. Λέγανε για τον Νάσο τον σφάχτη- χασάπης ήτανε- πως ήταν πολύ σκληρός και από φυλακή σε φυλακή πέρασε τα νιάτα του.
   Μεγάλος πια, ζούσε με τη γυναίκα του, τη μάνα του και τα δυο του  παιδιά του –εικοσάχρονα κι αυτά πια. Ώσπου πέθανε κάποια φορά  η κυρά Γιαννιά –η μάνα του .Στάθηκε ώρα πολύ μπροστά στο φέρετρο, χωρίς να λέει κουβέντα, μήτε με ένα δάκρυ. Μόνο την κοίταζε. Κι άξαφνα έσυρε φωνή : Μάνα ωρή μάνα – σ΄ αγαπάω ωρή γριά κι ας μη σου το ΄πα ποτέ. Σ΄αγαπάω  ωρή μάνα τ΄ακούς-σ΄αγαπάω κι έπεσε εκείνος ο άντρουκλας που χε κάνει ληστείες – και φόνο λέγανε κάποτε-  πάνω στο άψυχο σώμα της κι έκλαιγε γοερά σα μωρό, μέχρι που τον σήκωσαν  κάποιοι και τον τράβηξαν παράμερα.
   Θυμήθηκα τη σκηνή χτες που κοίταζα το ημερολόγιο κι είδα πως αύριο Κυριακή είναι η γιορτή της μάνας. Γύρισε κάποια στιγμή έτσι κλαμένος καθώς ήταν κι αγκάλιασε τη γυναίκα του. Εσύ είσαι η μάνα μου από δω και πέρα –της είπε.
   Έχουμε ανάγκη από μια μάνα. Μια ψυχή δίπλα μας, που θ΄ ακούσει υπομονετικά και θα ξενυχτήσει –έγνοια της η δική μας έγνοια-
  Ακόμα κι όταν θυμωμένοι πήραμε το καπέλο μας να φύγουμε από το δικό μας σπίτι-θα πάω στην μάνα μου-είπαμε, φοβέρα, απειλή. Όχι στον πατέρα μας.Στη μάνα μας.. Γιατί αυτή αντιπροσώπευε την οικογενειακή εστία που καταφεύγαμε πότε ικέτες και πότε χαροκόποι.
   Αύριο στη γιορτή της, θα της πάω λίγα λουλούδια, να της ανάψω ένα κερί όπως κάθε χρόνο Κι εκεί στον τάφο της –κοντά τριάντα χρόνια που αναπαύεται στους ουρανούς – μου `ρχεται σαν τον Νάσο  τον σφάχτη να βάλω μια φωνή: Μάνα ε ωρή μάνα. Σ΄αγαπάω  τ΄ ακούς σ ΄αγαπάω! Μάνα μου, μανούλα μου !
                                              Στ.Ιντζεγιαννης 

Δεν υπάρχουν σχόλια: