Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΓΝΩΜΗ


                                               ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
     ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΡΕΧΑΛΑ                                      

     Ένα τροχαίο που συγκλόνισε το πανελλήνιο προ ημερών, μου ξανάφερε στο νου τα νεανικά μας χρόνια, τότε που νέοι με το πρώτο μας αμάξι, τρέχαμε να παραστήσουμε τους ραλίστες.
  - Με πόσα πας στη Αθήνα- ήταν η πιο συχνή ερώτηση.
   -Με πόσα;
    Με 240 υπολογίζουν οι ειδήμονες ότι έτρεχε  η μοιραία Πόρσε που σκόρπισε το θάνατο .Το ακούς και ανατριχιάζεις!
  Με σεβασμό στεκόμαστε μπροστά στο θάνατο. Δυο νέα παιδιά. Μια έγκυος  που θα έφερνε μιαν άλλη ζωή στον κόσμο. Να συλλυπηθούμε τους άτυχους γονείς , η το σύζυγο είναι το λιγότερο. Σε προβληματισμό μας οδηγεί το περιστατικό.  Ποιός μπορεί να καυχηθεί ότι ποτέ του δεν έτρεξε πηγαίνοντας στην Αθήνα ή στον Πύργο ή όπου αλλού. Ποιός μπορεί να καυχηθεί  ότι στα τόσα χρόνια που οδηγεί δεν υπέπεσε σε παράβαση που να έθεσε σε κίνδυνο αυτόν ή κάποιους άλλους; Βρέστε μου τον ιδανικό οδηγό !
    Ένα 24χρονο παιδί ο οδηγός. Αλλά τι σημασία έχει; Μήπως και οι μεγάλοι δεν τρέχουμε το ίδιο.
   Πρώτοι οι Έλληνες στα τροχαία  της Ε.Ε. Τρέχουν αλλάζουν λωρίδες, οδηγούν ελαφρά πιωμένοι- λέει το κατηγορητήριο. Μάλιστα. Συμφωνούμε. Το έχουμε μέσα μας. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιά  τρέχαμε να ξεφύγουμε το χατζάρι του Τούρκου που μας κυνηγούσε. Ακόμα κι ο Καραγκιόζης έτρεχε να ξεφύγει τον Βεληγκέγκα. Μας έμεινε από τότε.  
 Ελευθερωθήκαμε γίναμε κράτος αλλά και πάλι το τρέξιμο – τρέξιμο. Αυτή τη φορά μας κυνηγούσε το κουβέρνο που ήθελε το μερτικό του. Πάλι τρεχάλα να ξεφύγουμε από τους δικούς μας αυτή τη φορά. Κατοχή, μας κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Τρεχάλα στην τρεχάλα να ξεφύγουμε. Το συνηθίσαμε πια. Είναι στο αίμα μας.
  Μικρά παιδιά τρέχαμε να ξεφύγουμε από τη μάνα  γιατί της φάγαμε το γλυκό. Πήγε η συχωρεμένη να τρατάρει την πεθερά της, άδειο το βάζο. Να κάτι μούτρα η άλλη που νόμισε ότι το έκανε εξεπιτούτου και δεν ξανάρθε σπίτι. Γλιτώσαμε- έλεγε η συγχωρεμένη που το διηγούταν ύστερα από χρόνια
  Στο σχολείο άλλη τρεχάλα, να ξεφύγουμε της δασκάλας που μας κυνηγούσε με τη βέργα,  να μας μάθει ότι μακρόν προ βραχέως περισπάται. Σπουδαίο  πράγμα. Ήρθε ο Βερυβάκης κατάργησε τα πνεύματα. Τζάμπα το ξύλο που φάγαμε..
  Μεγαλώσαμε κι εκεί που αρχίσαμε να βγάζουμε μουστάκι νάτη η Λιλίκα  που τη βλέπαμε και κάπως μας ερχότανε. Βγήκαμε μια μέρα απόμερα κι απάνω που  απλώσαμε χέρι  έβαλε τις φωνές. Ο ...μπάρμπας μου. Μα τη λαχτάρα που πήραμε  Πάλι τρεχάλα να ξεφύγουμε  από τον αδερφό, τον ξάδερφο, τον μπάρμπα. Μεγαλώσαμε βρήκαμε δουλειά άλλο τρέξιμο αυτή τη φορά, ακόμη χειρότερο.  Από πίσω μας ο μπακάλης, ο μανάβης, ο τσαγκάρης  η εφορία,  το φροντιστήριο, το συνεργείο , η ασφάλεια, το ΙΚΑ, το ΤΕΒΕ η ΔΕΗ, ο ΔΗΜΟΣ η τράπεζα για το δάνειο που πήραμε -να μη σώναμε – ακόμα και η γυναίκα μας «με ποια τριγύριζες μεσάνυχτα» και σα να μη φτάνανε  όλα αυτά βάλαμε  κι άλλο μπελά στο κεφάλι μας .Πήραμε αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά άρχισε να μας κυνηγά ο τροχονόμος 
   Απαγορεύεται –λέει ο ένας. .Τρέχατε λέει ο άλλος .Αλλάξατε λωρίδα επιμένει ο πιο πέρα. Δε φοράτε  ζώνη ο τέταρτος. Ήσαστε και πιωμένος!
    Γίνεται ο Έλληνας  να πάει με παρέα και να μην πιει τα κρασάκια  που  πρέπει να ρίξει τις βόλτες του  ή που η Λιλίκα  επιμένει πως ο Χρηστάρας με το σπορ τη βγάζει βόλτα με...200!
    Οι ξένοι-λέει- δε τρέχουνε .Ε, και; Εμείς είμαστε ζωηροί, τρέχει  το αίμα μέσα μας και μαζί μ αυτό τρέχουμε κι εμείς και σκοτωνόμαστε χαζά στην άσφαλτο. Αλλά πως να γίνει; Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος –έλεγε η γιαγιά που από τρέξιμο πήγε κι αυτή. Έτρεχε να προλάβει  μη της καεί το φαγητό που το είχε ξεχάσει με την κουβέντα στη γειτονιά και παραπάτησε στη σκάλα, αλλά ήταν και 92. Άλλο να είσαι 24 και να σκοτώνεσαι  και να παρασέρνεις μαζί και άλλους. Θεέ μου βάλε το χέρι σου και παρηγόρησε τους λυπημένους. Συλλυπητήρια τι άλλο;


                                                 Στ Ιντζεγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια: