Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

ΚΑΘ ΟΔΟΝ ΠΑΛΑΙΌΤΕΡΑ



  

                                                               ΚΑΘ ΟΔΟΝ
    ΕΒΔΟΜΑΔΑ  ΒΑΙΩΝ    

   Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα.
  Με προβληματίζει αυτή η οδοιπορία  προς Ιεροσόλυμα.
Επί οναρίου  καθήμενος  ο Κύριος . Αυτός ο πρώτος ως  ο έσχατος. Αυτός που στήριξε την Καινή Διαθήκη, στα ακατάλυτα  θεμέλια της αγάπης και της συγνώμης.«Ηκούσατε-είπε-ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί  οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ,  αλλ` όστις  σε ραπίσει  επί τη δεξιά σιαγόνα στρέψον αυτώ και την άλλην»!

   -Μα Κύριε πως μπορ όνα στρέψον αυτώ και την άλλην»!
   -Μα Κύριε πως μπορώ. Με έβλαψε, με αδίκησε, με έκλεψε, με συκοφάντησε !
   Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν-είπε-απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μι. Αυτή είναι η ανάβαση  προς Ιεροσόλυμα!
 " Ο Δε πλείστος όχλος - μας λέγει ο Ματθαίος - έστρωναν εαυτών τα ιμάτια εν τη οδώ. Άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων και έστρωναν. Οι δε όχλοι οι προάγοντες και ακολουθούντες έκραζον λέγοντες: Ωσαννά. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου
  «Ευφράνθητι Ιερουσαλήμ και πανηγυρίσατε οι αγαπώντες Σιών. Ο Βασιλεύς γαρ εις τους αιώνας  Κύριος των Δυνάμεων, ήλθε»
   Ένας Θρίαμβος αλλιώτικος. ΄Όλοι τρέχουν να τον δουν, να τον προϋπαντήσουν, να τον πλησιάσουν, ει δυνατόν να τον αγγίξουν να τον ακούσουν. Να τον ακούσουν να διδάσκει Αυτός ο μη διδαχθείς!
    Σπρώχνονται. Διαγκωνίζονται. Σηκώνονται στις μύτες των ποδιών, ανεβαίνουν σε πέτρες. σηκώνουν τα μικρά τους να τον δουν: Ίδε ο Βασιλεύς. Ευλογημένος ο ερχόμενος "
  Άνδρες που εγκατέλειψαν τα εργαστήρια, δούλοι που αψήφησαν τον αφέντη τους, παλλακίδες που αδιαφόρησαν για τις συνέπειες, αγρότες που εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, νοικοκυρές που αδιαφόρησαν για το φαγητό τους, μικρά που ξέφυγαν από την επιτήρηση των γονιών τους, μαθαίνοντας ότι έρχεται ο αναστήσας τον Λάζαρον τετραήμερον νεκρόν. « Εξέλθετε έθνη. Εξέλθετε λαοί και θεάσασθε τον Βασιλέα των ουρανών καθήμενον επί πώλου όνου»
  Με προβληματίζει αυτή η οδοιπορία 
  Επί οναρίου καθήμενος ο «των αγγέλων βασιλεύς» και πίσω του όλοι εμείς. Εμείς που στρώνουμε δάφνες για να περάσει, εμείς που κραυγάζουμε ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος. Ναι  ευλογημένος ο ερχόμενος, αλλά  είμαστε εμείς οι ίδιοι που  πέντε μέρες μετά θα πλέξουμε το ακάνθινο στεφάνι και θα φορέσουμε «ψευδή πορφυράν στον περιβάλλοντα τον Ουρανόν εν νεφέλαις» και θα τον ειρωνευθούμε. Οά… οά ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
  -Τίνα θέλετε απολύσω-ρώτησε ο Πιλάτος.
- Βαραβάν… Βαραβάν βεβαίως. !
   Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα! Δεν είναι μια οποιαδήποτε
 οδοιπορία. Δεν είναι  σωματική συμπόρευση μόνο. Είναι πνευματική μέθεξη.
  -Είναι τάχα ;
   Με προβληματίζει αυτή η διαχρονική οδοιπορία προς Ιεροσόλυμα. Δύο χιλιάδες χρόνια  πεζοπορούμε μαζί σου Κύριε. Μπαίνουμε στις εκκλησίες Σου, ανάβουμε κερί, ασπαζόμαστε  τις Άγιες Εικόνες απαγγέλλουμε μεγαλόφωνα  το σύμβολο της πίστεως, «Ακούμε ορθοί» το Ιερό Ευαγγέλιο και κάνουμε το σταυρό μας «Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς» Ευφραίνεται η ακοή και η ψυχή μας έως τα βάθη της  από τους λόγους σου: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί , μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι πραείς, μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται» Παίρνουμε το αντίδωρο από τα χέρια του ιερέως με την ευχή του και μετά;
 Μετά βγαίνοντας από τον Ναό με το αντίδωρο ακόμη στο στόμα θυμόμαστε τον οφειλέτη των 20 ευρώ  ή τον άλλον  που ζητά φορτικά να του επιστρέψουμε το χρέος μας με τον υπέρογκο τόκο ή που άστοχα μίλησε σε βάρος μας και ζητάμε την κεφαλή του επί πίνακι. Ξεχνάμε ξαφνικά και το Αγαπάτε αλλήλους και το ειρήνη την εμοί δίδωμι υμίν που μόλις πριν λίγο ακούσαμε, κάνοντας μάλιστα διπλά -τριπλά το σταυρό μας.
    Ξαφνικά όλη αυτή η πνευματική αναβάπτιση, στην κολυμβήθρα του ελέους Σου, αυτή η ψυχοσωματική οδοιπορία μαζί  σου Κύριε προς τη πνευματική Ιερουσαλήμ έχει χαθεί και ξεστρατίζουμε στους παράδρομους της γήινής μας υπόστασης.
  Μικροί  Ιούδες σε προδίδουμε-τι τάχα διαφέρουμε από αυτόν ;-για τόσο ευτελές τίμημα όσο και τα τριάκοντα αργύρια :Την τιμή του τετιμημένου !
 Με προβληματίζει αυτή η πνευματική πεζοπορία ακολουθώντας Σε διαχρονικά. Σκέφτομαι  πόσο δίκιο είχες που οργίστηκες.
     Λαός μου τι εποίησα σοι και τι μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάνα χολήν. Αντί του ύδατος όξος. Αντί του αγαπάν με Σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. Καλέσω μου τα έθνη κακείνα με δοξάσουσι συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. Καγώ δωρήσομαι αυτοίς ζωήν αιώνιον!

                 Σταυρος Ιντζεγιαννης


  
                                                                   ΚΑΘ ΟΔΌΝ
        Ο ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΟΣ  ΧΡΙΣΤΟΣ
  
      Ήταν μια πολυκαιρινή ζωγραφιά που η συγγενική φροντίδα με τόση αγάπη και στοργή  κατόρθωσε να φυλάξει μέχρι  πριν λίγα χρόνια, οπότε στη δίνη κάποιων μετακομίσεων, άλλοτε από πόλη σε πόλη κι άλλοτε από σπίτι σε  σπίτι, χάθηκε άγνωστο πως. ακολουθώντας την μοίρα των κειμηλίων. Κάπως έτσι χάθηκε σε κάποια μετακόμιση και η φωτογραφία του παππού, που την θυμάμαι ωστόσο, να καμαρώνει μέσα στη μεγάλη οβάλ κορνίζα της με τις  μουστάκες του και τη χρυσή καδένα του ρολογιού στο γιλέκο σημάδι απαραίτητο του άρχοντα. Ήταν μόδα τα παλιά χρόνια αυτές οι προγονικές φωτογραφίες να
στολίζουν σε θέση περίοπτο το σαλόνι του σπιτιού. Στην πρώτη μετακόμιση ο παππούς έχασε τη θέση  στο σαλόνι και πήγε στο καθιστικό, γιατί η νέα  αισθητική, ήθελε το σαλόνι με έργα –ρεπροντουξιόν να εξηγούμεθα- κάποιου μεγάλου ζωγράφου. Στη θέση του παππού μπήκε μια μεταξοτυπία. Η κηδεία  του κόμητος Oργκάθ του Γκρέκο, που είχε αγοράσει σε κάποια δημοπρασία ή μάνα μου. Η δεύτερη μετακόμιση του  παππού ήταν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Η τρίτη και τελευταία, ήταν, όταν η οικονομική κρίση, μας στρίμωξε  σε ένα δυαράκι και ο παππούς τυλίχθηκε ευλαβικά σε ένα σεντόνι και πήγε στο πατάρι!!!
   Αυτή τη ζωγραφιά, με τον χαμογελαστό Χριστό, είχε καταφέρει να γλιτώσει από τη λαίλαπα της Μικρασιατικής καταστροφής, με μυθιστορηματικό μάλιστα τρόπο, η θεία και  ο τρόπος αυτής της σωτηρίας, ήταν για χρόνια το αγαπημένο μου παραμύθι. 
   Μαζί με τα εικονίσματα, που κατάφερε, κρυμμένα,  άλλα –τα μικρότερα-στον κόρφο της και άλλα  στις πλούσιες δίπλες της φούστας της, μπόρεσε και τα έφερε στη προσφυγιά μαζί της. Και είναι περίεργο για μας, που τα ΄χουμε –φευ- ισοπεδώσει όλα, πως οι άνθρωποι εκείνοι, την ώρα της θύελλας που χανόταν θαρρείς το σύμπαν και αλλόφρονες έτρεχαν στην παραλία να σωθούν, άλλο δεν σκέφτηκαν να  σώσουν παρά τα Άγια Εικονίσματα να μη τα πάρουν οι αλλόθρησκοι και τα μολύνουν. Το διαβάζουμε άλλωστε στο θρήνο της Πόλης. «Μον κάντε λόγο στη Φραγκιά να στείλει τρία καράβια, το `να να πάρει το σταυρό και τα άλλο το Βαγγέλιο, το τρίτο το καλλίτερο την Άγια τράπεζά μας, μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη`νε  μολύνουν!!!
   Και μ` όλο που δεν ήταν εικόνισμα, καθαγιασμένο ολόκληρο σαραντάμερο στο ιερό βήμα του Ναού, όπως ήταν το συνήθειο εκείνα τα χρόνια, όμως είχε τη θέση της στο οικογενειακό μας εικονοστάσι.
   Τη φέρνω πάντα τέτοιες μέρες στο νου μου Μεγάλο Σάββατο πρωί ,καθώς ακούω τις καμπάνες  σε μια έκρηξη διθυραμβικής χαράς,  να σημαίνουν την Πρώτη Ανάσταση. Είναι ακριβώς η στιγμή που προσπάθησε να ιστορίσει,  ο άγνωστος λαϊκός ζωγράφος, βάζοντας  την απλοϊκή του τεχνοτροπία, να ζωντανέψει στο μουσαμά την ωραιότερη πράξη στο θείο δράμα, όπως η φαντασία του τη σκηνοθετούσε!
     Χρόνια και χρόνια, από τα πολύ μικράτα μου, βλέποντάς τη στο πατρικό μας σπίτι, απόκτησε μια  δική της θέση στη μνήμη μου και η ωραία σκηνή της Αναστάσεως  ταυτίσθηκε με  τη  ζωγραφιά.
    Αριστερά στο βάθος,  μέσα σε σκούρο φόντο, τρεις Ρωμαίοι στρατιώτες, πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, με μάτια ορθάνοιχτα  από απορία και φόβο, μπροστά στο θαύμα της Ανάστασης
    Δεξιά, στο φως του πρωινού,  η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, έχουν γονατίσει με τα χέρια απλωμένα, σα να θέλουν ν` αγγίξουν τον Κύριο. Ένα υπέρκοσμο φως λούζει τα πρόσωπά τους και έχουν δάκρυα χαράς  στα μάτια τους. Κι εκεί στη μέση της  ζωγραφιάς, είσαι εσύ ω Κύριε, μέσα σε μια
εκτυφλωτική λάμψη, με το ένα πόδι να πατάει πάνω στον αποκεκυλισμένο λίθο  και το άλλο στο χείλος του τάφου σε μια κίνηση προς τα άνω.
     Έχει το ένα χέρι σε σημάδι ευλογίας  και στο άλλο κρατάει το λάβαρο της νίκης της Ζωής, πάνω στον Θάνατο.
  Κι είναι ό,τι ακριβώς  περισσότερο μου εντυπώθηκε στη μνήμη, αυτός ο χαμογελαστός Χριστός, που δεν έχει καμία σχέση με τις  αυστηρές  βυζαντινές μορφές, τις  γεμάτες περισυλλογή  και μυστήριο. Και είναι αυτό το χαμόγελο, το γεμάτο φως ,το γεμάτο αγάπη, το γεμάτο ευλογία, ό,τι πιο ζωηρό, ό,τι πιο έντονο χαρακτηρίζει αυτές  τις στιγμές,  του ανοιξιάτικου πρωινού, καθώς οι καμπάνες σημαίνουν την πρώτη Ανάσταση.
                               Σταύρος Ιντζεγιάννης
  
  

                                                    Καθ οδόν
     ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ.


   Xριστός  Ανέστη αδελφοί. Χόρευε νυν και αγάλου Σιών, Σύ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε εν τη εγέρσγη του τόκου Σου.
   Μετά το Πάσχα και τη χαρά της Ανάστασης με το τέλος  της Διακαινησίμου και την Κυριακή του Αποστόλου Θωμά ο οποίος με τη ψηλάφησή του επιβεβαίωσε για τους δύσπιστους την κατά σάρκαν ανάσταση του Κυρίου,  η ζωή  ξαναμπαίνει στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Ένα σύντομο διάλειμμα με το μήνυμα της Ανάστασης να γεμίζει τις καρδιές με την ελπίδα  της αιώνιας  ζωής στη βασιλεία των ουρανών. Ήδη όλα ξαναβρίσκουν τον γνώριμο  ρυθμό τους με κυρίαρχο το άγχος το βιοποριστικό που μας προσγειώνει  στην απτή πραγματικότητα.
     Η τρομερότερη εντολή που δόθηκε στον άνθρωπο.-λένε – είναι να τρώει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του. Βέβαια  δεν ακολουθούν όλοι τον κανόνα Είναι και μερικοί -  και όχι μόνο στις μέρες που ζούμε αλλά διαχρονικά αν κοιτάξει κανείς την ιστορία-  οι οποίοι θησαυρίζουν με τον ιδρώτα του προσώπου των άλλων. Κάποιοι οι οποίοι τρώνε όχι μόνο το ψωμί τους αλλά και το ψωμί των άλλων
 καλοπερνώντας καθώς εκμεταλλεύονται τον κόπο τους. Ο πολύς λαός .ο χύδην όχλος καθώς λένε  περιφρονητικά, όλο αυτό το μυρμηγκολόι –, όλοι αυτοί που αρχίζουμε τη μέρα μας με το Πάτερ ημών… δως ημίν σήμερον και ξαπλώνουμε κατάκοποι το βράδι κάνοντας τον σταυρό μας. Ευχαριστούμεν Κύριε  για την ημέρα που ζήσαμε, προσπαθούμε να κυκλοφορήσουμε με οδηγό τις  εντολές Του
   Έκτη ημέρα ήδη σήμερα μετά το  Πάσχα και η ζωή ξαναβρήκε τον γνώριμο ρυθμό της. Μια μέρα σαν χθες σαν προχθές, ίσως και σαν αύριο.
   Πεζοί και αυτοκίνητα που στριμώχνονται στα πεζοδρόμια και στην άσφαλτο μεταφέροντας τον μόχθο , την αγωνία, την προσπάθεια της επιβίωσης  σε  ένα ασταμάτητο κυνηγητό  της ώρας που φεύγει , του χρόνου που χάνεται αφαιρώντας από τον νόμιμο μερίδιο του καθενός μας το μερίδιο της μέρας αλλά και της ευτυχίας που του αναλογεί.
  Λέμε-άλλοι αναστενάζοντας με ανακούφιση, άλλοι αναθεματίζοντας  την ατυχία τους-τη φάγαμε κι αυτή τη μέρα.
    Πόσο αστείοι είμαστε. Χαιρόμαστε γιατί κάναμε ήδη, ένα βήμα– πιο κοντά-προς το αναπόφευκτο τέλος..
  Στεκόμαστε υπομονετικά με  τον φίλο μου στη διασταύρωση της Ερμού με την Κορίνθου,πειθαρχώντας στον σηματοδότη .
   Πράσινο- κίτρινο- κόκκινο.
   Επιτρέπεται- απαγορεύεται!
   Προχωρείτε- σταθείτε-ξανά προχωρείτε.
    Η  ζωή η ίδια με τις άνωθεν εντολές που κανονίζουν το ναι και το όχι.
 Κάποιοι περιμένουν υπομονετικά.   Κάποιοι άλλοι τολμούν. Περνούν με το κόκκινο. Βιάζονται.. Η ώρα βιάζεται. Η ζωή βιάζεται. Βιάζονται να κουβαλήσουν τις μικροχαρές  και τις μικρολύπες μιας χαμοζωής που διαβαίνει σημειώνοντας   στο βιβλίο ημερομηνίες γέννησης  και ημερομηνίες θανάτου.
  Εγενήθη την…απεβίωσε την..!
 Ήλθον είδον και…απήλθον.
  Ήλθον είδον και ενίκησα –τον διορθώνω θυμίζοντας του, τον Ιούλιο Καίσαρα που ανήγγειλε στη σύγκλητο στη Ρώμη τη νίκη του εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη το 47π Χ με αυτή τη λακωνικά  έκφραση(Veni,Vidi, Vici) !
   Νίκησα; Λάθος με επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα η απαισιοδοξία του. Δεν υπάρχει νικητής. Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι νικημένοι. Νικημένοι από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Κάποιες πρόσκαιρες νίκες , κάποιες ψευδαισθήσεις χαράς,  κάποια ασυγνέφιαστα δειλινά δεν είναι παρά μικρές ανάπαυλες στον δρόμο για τον Γολγοθά.
     Έχω τις αντιρρήσεις μου. Μακάριοι όσοι πιστεύουν στην Ανάσταση και στον μισθό τον πολύ τον εν τοις ουρανοίς . Μακάριοι όσοι άκουσαν τη διδαχή του και τον ακολούθησαν-τον ακολουθούν-στον ανήφορο που οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Μακάριοι όσοι δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες που τον καλούσαν στην έωλη, στην απατηλή λεωφόρο μιας εύκολης μα ωστόσο ψευδεπίγραφης ευτυχίας που δεν βγάζει παρά στο χάος και τον όλεθρο.  Μακάριοι όσοι δε δείλιασαν, δεν κουράστηκαν, δε φοβήθηκαν, δεν παραδόθηκαν.
  Μακάριοι, φίλε καλέ, όσοι  άκουσαν την επί του όρους ομιλία Του.
   Παρηγοριά στον βιοποριστικό άγχος της ημέρας στέκει ο λόγος του. Ο λόγος του που  μοιάζει ένα φωτεινό χαμόγελο, μια παιδική φωνούλα, ένα λιόχαρο πρωινό ή μια σιωπηλή ώρα  -εκείνη η ευλογημένη  ώρα που ζεις  καμιά φορά σε ένα εσπερινό ταπεινό `ξωκκλήση-όταν οι Άγιοι ξεφεύγοντας από τις αγιογραφίες τους,  κάθονται στα στασίδια και σιγοψέλνουν μουρμουριστά κοντάκια και εξαποστηλάρια και δοξαστικά.
 Πώς να μην προσευχηθεί .:Η ελπίς μου  ο Πατηρ, καταφυγή μου ο Υιός σκέπη μου το πνεύμα το Άγιον. Τριάς  Αγία  δόξα σοι.
    Σταυρος Ιντζεγιαννης
 
 

                                                    Καθ οδόν
     ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ.


   Xριστός  Ανέστη αδελφοί. Χόρευε νυν και αγάλου Σιών, Σύ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε εν τη εγέρσγη του τόκου Σου.
   Μετά το Πάσχα και τη χαρά της Ανάστασης με το τέλος  της Διακαινησίμου και την Κυριακή του Αποστόλου Θωμά ο οποίος με τη ψηλάφησή του επιβεβαίωσε για τους δύσπιστους την κατά σάρκαν ανάσταση του Κυρίου,  η ζωή  ξαναμπαίνει στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Ένα σύντομο διάλειμμα με το μήνυμα της Ανάστασης να γεμίζει τις καρδιές με την ελπίδα  της αιώνιας  ζωής στη βασιλεία των ουρανών. Ήδη όλα ξαναβρίσκουν τον γνώριμο  ρυθμό τους με κυρίαρχο το άγχος το βιοποριστικό που μας προσγειώνει  στην απτή πραγματικότητα.
     Η τρομερότερη εντολή που δόθηκε στον άνθρωπο.-λένε – είναι να τρώει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του. Βέβαια  δεν ακολουθούν όλοι τον κανόνα Είναι και μερικοί -  και όχι μόνο στις μέρες που ζούμε αλλά διαχρονικά αν κοιτάξει κανείς την ιστορία-  οι οποίοι θησαυρίζουν με τον ιδρώτα του προσώπου των άλλων. Κάποιοι οι οποίοι τρώνε όχι μόνο το ψωμί τους αλλά και το ψωμί των άλλων
 καλοπερνώντας καθώς εκμεταλλεύονται τον κόπο τους. Ο πολύς λαός .ο χύδην όχλος καθώς λένε  περιφρονητικά, όλο αυτό το μυρμηγκολόι –, όλοι αυτοί που αρχίζουμε τη μέρα μας με το Πάτερ ημών… δως ημίν σήμερον και ξαπλώνουμε κατάκοποι το βράδι κάνοντας τον σταυρό μας. Ευχαριστούμεν Κύριε  για την ημέρα που ζήσαμε, προσπαθούμε να κυκλοφορήσουμε με οδηγό τις  εντολές Του
   Έκτη ημέρα ήδη σήμερα μετά το  Πάσχα και η ζωή ξαναβρήκε τον γνώριμο ρυθμό της. Μια μέρα σαν χθες σαν προχθές, ίσως και σαν αύριο.
   Πεζοί και αυτοκίνητα που στριμώχνονται στα πεζοδρόμια και στην άσφαλτο μεταφέροντας τον μόχθο , την αγωνία, την προσπάθεια της επιβίωσης  σε  ένα ασταμάτητο κυνηγητό  της ώρας που φεύγει , του χρόνου που χάνεται αφαιρώντας από τον νόμιμο μερίδιο του καθενός μας το μερίδιο της μέρας αλλά και της ευτυχίας που του αναλογεί.
  Λέμε-άλλοι αναστενάζοντας με ανακούφιση, άλλοι αναθεματίζοντας  την ατυχία τους-τη φάγαμε κι αυτή τη μέρα.
    Πόσο αστείοι είμαστε. Χαιρόμαστε γιατί κάναμε ήδη, ένα βήμα– πιο κοντά-προς το αναπόφευκτο τέλος..
  Στεκόμαστε υπομονετικά με  τον φίλο μου στη διασταύρωση της Ερμού με την Κορίνθου,πειθαρχώντας στον σηματοδότη .
   Πράσινο- κίτρινο- κόκκινο.
   Επιτρέπεται- απαγορεύεται!
   Προχωρείτε- σταθείτε-ξανά προχωρείτε.
    Η  ζωή η ίδια με τις άνωθεν εντολές που κανονίζουν το ναι και το όχι.
 Κάποιοι περιμένουν υπομονετικά.   Κάποιοι άλλοι τολμούν. Περνούν με το κόκκινο. Βιάζονται.. Η ώρα βιάζεται. Η ζωή βιάζεται. Βιάζονται να κουβαλήσουν τις μικροχαρές  και τις μικρολύπες μιας χαμοζωής που διαβαίνει σημειώνοντας   στο βιβλίο ημερομηνίες γέννησης  και ημερομηνίες θανάτου.
  Εγενήθη την…απεβίωσε την..!
 Ήλθον είδον και…απήλθον.
  Ήλθον είδον και ενίκησα –τον διορθώνω θυμίζοντας του, τον Ιούλιο Καίσαρα που ανήγγειλε στη σύγκλητο στη Ρώμη τη νίκη του εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη το 47π Χ με αυτή τη λακωνικά  έκφραση(Veni,Vidi, Vici) !
   Νίκησα; Λάθος με επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα η απαισιοδοξία του. Δεν υπάρχει νικητής. Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι νικημένοι. Νικημένοι από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Κάποιες πρόσκαιρες νίκες , κάποιες ψευδαισθήσεις χαράς,  κάποια ασυγνέφιαστα δειλινά δεν είναι παρά μικρές ανάπαυλες στον δρόμο για τον Γολγοθά.
     Έχω τις αντιρρήσεις μου. Μακάριοι όσοι πιστεύουν στην Ανάσταση και στον μισθό τον πολύ τον εν τοις ουρανοίς . Μακάριοι όσοι άκουσαν τη διδαχή του και τον ακολούθησαν-τον ακολουθούν-στον ανήφορο που οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Μακάριοι όσοι δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες που τον καλούσαν στην έωλη, στην απατηλή λεωφόρο μιας εύκολης μα ωστόσο ψευδεπίγραφης ευτυχίας που δεν βγάζει παρά στο χάος και τον όλεθρο.  Μακάριοι όσοι δε δείλιασαν, δεν κουράστηκαν, δε φοβήθηκαν, δεν παραδόθηκαν.
  Μακάριοι, φίλε καλέ, όσοι  άκουσαν την επί του όρους ομιλία Του.
   Παρηγοριά στον βιοποριστικό άγχος της ημέρας στέκει ο λόγος του. Ο λόγος του που  μοιάζει ένα φωτεινό χαμόγελο, μια παιδική φωνούλα, ένα λιόχαρο πρωινό ή μια σιωπηλή ώρα  -εκείνη η ευλογημένη  ώρα που ζεις  καμιά φορά σε ένα εσπερινό ταπεινό `ξωκκλήση-όταν οι Άγιοι ξεφεύγοντας από τις αγιογραφίες τους,  κάθονται στα στασίδια και σιγοψέλνουν μουρμουριστά κοντάκια και εξαποστηλάρια και δοξαστικά.
 Πώς να μην προσευχηθεί .:Η ελπίς μου  ο Πατηρ, καταφυγή μου ο Υιός σκέπη μου το πνεύμα το Άγιον. Τριάς  Αγία  δόξα σοι.
    Σταυρος Ιντζεγιαννης
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: